Πέτρος Ραβούσης
Πέτρος Ραβούσης – 1972/1984
Γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1954 στα Καλύβια της Πέλλας.
Έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στην ομάδα του Αετού Σκύδρας απ’ όπου και μεταγράφηκε στην ΑΕΚ το καλοκαίρι του 1972.
Δυναμικός και σκληροτράχηλος αμυντικός που ευτύχησε να καλλιεργηθεί κια να αναπτυχθεί το ταλέντο του από τον αείμνηστο “Παππού” Φράντισεκ Φάντρονκ. Ο Τσεχοολλανδός “γκουρού” της προπονητικής με την μετακίνηση του Λάκη Νικολάου από την επίθεση στο κέντρο της άμυνας και την πλαισίωση του από τον Πέτρο Ραβούση δημιούργησε ένα από τα καλύτερα κεντρικά αμυντικά δίδυμα στην Ελληνική ποδοσφαιρική ιστορία.
Οι δυό τους αλληλοσυμπληρώνονταν σε θαυμαστό βαθμό. Ο “Γιατρός” ήταν το “μυαλό” και ο “Πετράν” η “δύναμη”. Αγωνίστηκαν μαζί στο κέντρο της Κιτρινόμαυρης άμυνας για περίπου μια δεκαετία αποτελώντας ένα απροσπέλαστο αμυντικό δίδυμο που όμοιο του σπάνια εμφανίστηκε ξανά.
Ο Πέτρος Ραβούσης όντας δυναμικός και αλτικός συνεισέφερε και στο σκοράρισμα της ομάδας συνήθως σε στημένες φάσεις στην περιοχή της αντίπαλης ομάδας.
Στα 12 χρόνια που έμεινε στην ΑΕΚ κατέγραψε σε αγώνες Πρωταθλήματος 263 συμμετοχές (8ος στη σχετική κατάταξη όλων των εποχών στην ΑΕΚ) και σημείωσε 22 γκολ. Με την ομάδα της ΑΕΚ κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Ελλάδας και 2 Κύπελλα Ελλάδας.
Αγωνίστηκε με την φανέλα της “Ένωσης” σε 23 Ευρωπαϊκά ματς, 6 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, 1 στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 16 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Στο τελευταίο ήταν βασικό στέλεχος στην πορεία της ΑΕΚ μέχρι τον Ημιτελικό της διοργάνωσης την περίοδο 1976-77.
Με την φανέλα της Εθνικής Ελλάδας αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 10 Νοεμβρίου 1976 στον φιλικό αγώνα εναντίον της Αυστρίας, που διεξήχθη στην Καβάλα, με προπονητή τον Λάκη Πετρόπουλο. Συνολικά χρίστηκε διεθνής σε 22 αγώνες, στο διάστημα μεταξύ 1976-1981. Υπήρξε μέλος της ελληνικής αποστολής στην τελική φάση του Euro 1980 στην Ιταλία, όπου συμμετείχε σε έναν αγώνα, στην “λευκή ισοπαλία με την Γερμανία στις 17 Ιουνίου 1980.
Το καλοκαίρι του 1984 και αφού πρώτα είχε φροντίσει να προετοιμάσει τον διάδοχο Στέλιο Μανωλά, μαθαίνοντας του τα μυστικά της θέσης του κεντρικού αμυντικού, αποχώρησε από την ΑΕΚ και φόρεσε για δύο σαιζόν την φανέλα του Λεβαδειακού.
Μετά από 50 συμμετοχές και 2 γκολ με τους “πράσινους” της Λιβαδειάς, το καλοκαίρι του 1986 αποχώρησε από την ενεργό δράση.
Στην συνέχεια ασχολήθηκε με την προπονητική ξεκινώντας από την θέση του βοηθού του Ντούσαν Μπάγεβιτς το 1988 στον πάγκο της ΑΕΚ. Το δίδυμο Μπάγεβιτς – Ραβούση έμεινε ακλόνητο μέχρι το καλοκαίρι του 1996 και τα γνωστά γεγονότα της μεταπήδησης Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό. Αποχωρούντος του Μπάγεβιτς, ο τότε Πρόεδρος της ΑΕΚ Μιχάλης Τροχανάς εμπιστεύθηκε την θέση του πρώτου προπονητή στον Πέτρο Ραβούση ο οποίος ανταποκρίθηκε με απόλυτη επιτυχία κατακτώντας στο τέλος της περιόδου το Κύπελλο Ελλάδας στον Τελικό απέναντι στον ΠΑΟ στο Στάδιο Καραϊσκάκη.
Η συνέχεια της προπονητικής του καριέρας περιέλαβε τις ομάδες του Πανηλειακού (1997), Παναιτωλικού (1998), Βέροιας (1999), ΑΕΚ Λάρνακας (2000) και Ακράτητου (2002).
Έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στην ομάδα του Αετού Σκύδρας απ’ όπου και μεταγράφηκε στην ΑΕΚ το καλοκαίρι του 1972.
Δυναμικός και σκληροτράχηλος αμυντικός που ευτύχησε να καλλιεργηθεί κια να αναπτυχθεί το ταλέντο του από τον αείμνηστο “Παππού” Φράντισεκ Φάντρονκ. Ο Τσεχοολλανδός “γκουρού” της προπονητικής με την μετακίνηση του Λάκη Νικολάου από την επίθεση στο κέντρο της άμυνας και την πλαισίωση του από τον Πέτρο Ραβούση δημιούργησε ένα από τα καλύτερα κεντρικά αμυντικά δίδυμα στην Ελληνική ποδοσφαιρική ιστορία.
Οι δυό τους αλληλοσυμπληρώνονταν σε θαυμαστό βαθμό. Ο “Γιατρός” ήταν το “μυαλό” και ο “Πετράν” η “δύναμη”. Αγωνίστηκαν μαζί στο κέντρο της Κιτρινόμαυρης άμυνας για περίπου μια δεκαετία αποτελώντας ένα απροσπέλαστο αμυντικό δίδυμο που όμοιο του σπάνια εμφανίστηκε ξανά.
Ο Πέτρος Ραβούσης όντας δυναμικός και αλτικός συνεισέφερε και στο σκοράρισμα της ομάδας συνήθως σε στημένες φάσεις στην περιοχή της αντίπαλης ομάδας.
Στα 12 χρόνια που έμεινε στην ΑΕΚ κατέγραψε σε αγώνες Πρωταθλήματος 263 συμμετοχές (8ος στη σχετική κατάταξη όλων των εποχών στην ΑΕΚ) και σημείωσε 22 γκολ. Με την ομάδα της ΑΕΚ κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Ελλάδας και 2 Κύπελλα Ελλάδας.
Αγωνίστηκε με την φανέλα της “Ένωσης” σε 23 Ευρωπαϊκά ματς, 6 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, 1 στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 16 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Στο τελευταίο ήταν βασικό στέλεχος στην πορεία της ΑΕΚ μέχρι τον Ημιτελικό της διοργάνωσης την περίοδο 1976-77.
Με την φανέλα της Εθνικής Ελλάδας αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 10 Νοεμβρίου 1976 στον φιλικό αγώνα εναντίον της Αυστρίας, που διεξήχθη στην Καβάλα, με προπονητή τον Λάκη Πετρόπουλο. Συνολικά χρίστηκε διεθνής σε 22 αγώνες, στο διάστημα μεταξύ 1976-1981. Υπήρξε μέλος της ελληνικής αποστολής στην τελική φάση του Euro 1980 στην Ιταλία, όπου συμμετείχε σε έναν αγώνα, στην “λευκή ισοπαλία με την Γερμανία στις 17 Ιουνίου 1980.
Το καλοκαίρι του 1984 και αφού πρώτα είχε φροντίσει να προετοιμάσει τον διάδοχο Στέλιο Μανωλά, μαθαίνοντας του τα μυστικά της θέσης του κεντρικού αμυντικού, αποχώρησε από την ΑΕΚ και φόρεσε για δύο σαιζόν την φανέλα του Λεβαδειακού.
Μετά από 50 συμμετοχές και 2 γκολ με τους “πράσινους” της Λιβαδειάς, το καλοκαίρι του 1986 αποχώρησε από την ενεργό δράση.
Στην συνέχεια ασχολήθηκε με την προπονητική ξεκινώντας από την θέση του βοηθού του Ντούσαν Μπάγεβιτς το 1988 στον πάγκο της ΑΕΚ. Το δίδυμο Μπάγεβιτς – Ραβούση έμεινε ακλόνητο μέχρι το καλοκαίρι του 1996 και τα γνωστά γεγονότα της μεταπήδησης Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό. Αποχωρούντος του Μπάγεβιτς, ο τότε Πρόεδρος της ΑΕΚ Μιχάλης Τροχανάς εμπιστεύθηκε την θέση του πρώτου προπονητή στον Πέτρο Ραβούση ο οποίος ανταποκρίθηκε με απόλυτη επιτυχία κατακτώντας στο τέλος της περιόδου το Κύπελλο Ελλάδας στον Τελικό απέναντι στον ΠΑΟ στο Στάδιο Καραϊσκάκη.
Η συνέχεια της προπονητικής του καριέρας περιέλαβε τις ομάδες του Πανηλειακού (1997), Παναιτωλικού (1998), Βέροιας (1999), ΑΕΚ Λάρνακας (2000) και Ακράτητου (2002).