Μανώλης Κώττης
Μανώλης Κώττης – (1980/1984)
Ο Μανώλης Κώττης γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1955 στο νησί της Ρόδου.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του έπαιζε ποδόσφαιρο στην ομάδα του Απόλλωνα Καλυθιών και μέσω αυτού έγινε η πρώτη γνωριμία του μικρότερου Μανώλη με τον χώρο του ποδοσφαίρου. Σε ηλικία 13 ετών έκανε προπονήσεις με την εφηβική ομάδα του συλλόγου και όταν σε φιλικό αγώνα του τμήματος απέναντι στη ομάδα της Ρόδου σημείωσε τρία γκολ, κλήθηκε από τους υπεύθυνους του Απόλλωνα Καλυθιών και υπέγραψε δελτίο στην ομάδα. Το όνομα του άρχισε να ακούγεται όλο και περισσότερο στην ποδοσφαιρική κοινωνία του νησιού συνοδευόμενο από τον χαρακτηρισμό του δεινού σκόρερ. Όταν αυτό αποδείχθηκε έμπρακτα με τον Κώττη να σκοράρει δύο φορές σε φιλικό αγώνα απέναντι στην Ρόδο, οι υπεύθυνοι της μεγάλης ομάδας του νησιού επισκέφθηκαν τον νεαρό επιθετικό στο ξυλουργείο όπου εργαζόταν και του πρόσφεραν συμβόλαιο το οποίο και υπέγραψε έναντι αμοιβής 30 χιλιάδων δραχμών.
Στη διάρκεια των οκτώ ετών που αγωνίστηκε με την ομάδα της Ρόδου φρόντισε να αποδεικνύει συνεχώς την εκτελεστική του δεινότητα φορτώνοντας με γκολ τις αντίπαλες εστίες με αποκορύφωμα την ανακήρυξη του σε πρώτο σκόρερ της Β’ Εθνικής την περίοδο 1977-78 με 28 γκολ έχοντας παράλληλα αποφασιστική συμβολή στην άνοδο της Ρόδου στην Α’ Εθνική κατηγορία.
Οι μεταγραφικές σειρήνες που είχαν από καιρό αρχίσει να ηχούν για τον Μανώλη Κώττη γίνονται εκκωφαντικές όταν στην πρώτη του σαιζόν με την Ρόδο στην Α’ Εθνική αναδεικνύεται 2ος σκόρερ με 24 γκολ, όσα και ο Ντούσαν Μπάγεβιτς πίσω από τα 31 γκολ του Θωμά Μαύρου. Βασικότεροι μνηστήρες για τον Ρόδιο εκτελεστή η ΑΕΚ και ο Ολυμπιακός. Η αποφασιστικότητα του Λουκά Μπάρλου αναδείχθηκε νικήτρια για ακόμη μια φορά όταν το καλοκαίρι του 1980 ο Πρόεδρος της ΑΕΚ επισκέφθηκε μαζί με τον Νίκο Στράτο και τον αντιπρόεδρο Πέτρο Λάλο την Ρόδο προσφέροντας 2 εκατομμύρια δραχμές στον Κώττη για να μεταγραφεί στην ΑΕΚ. Ο Κώττης διστάζοντας να εγκαταλέιψει την Ρόδο και αμφιβάλλοντας για τον εγκλιματισμό του στην Αθήνα αντιπρότεινε το ποσό των 2,5 εκατομμυρίων ελπίζοντας σε υποχώρηση του Ενωσίτη Προέδρου. Πόσο λίγα γνώριζε γι’ αυτόν …..
Οι υπογραφές μπήκαν και ο Μανώλης Κώττης ήρθε στην πρωτεύουσα φορώντας την κιτρινόμαυρη φανέλλα. Το τότε “θεοποιημένο” ελέω Μαύρου – Μπάγεβιτς επιθετικό μοντέλο “κοντός – ψηλός” έφερε αμέσως τον Μανώλη Κώττη στην δεινότατη θέση του ανταγωνιστή του Θωμά Μαύρου για μια θέση στην ενδεκάδα. Η θέση του “ψηλού” περνούσε από τα χέρια του Ντούσαν Μπάγεβιτς σε αυτά του Μόγιας Ράντονιτς αλλά η θέση του “κοντού” ήταν βαριά σφραγισμένη και δύσκολα διεκδικήσιμη από την προσωπικότητα του Θωμά.
Η δυσκολία καθιέρωσης και η δυσκολίες προσαρμογής στην μεγαλούπολη οδήγησαν τον Κώττη πίσω στην Ρόδο με την μορφή δανεισμού για ένα χρόνο για να επιστρέψει κατόπιν ξανά στο Ενωσίτικο δυναμικό. Η γνωριμία του με την Νεοφιλαδελφειώτισα μετέπειτα σύζυγο του έξομάλυνε τις δυσκολίες της ζωής στην Αθήνα και η συνειδήτοποίηση στους ιθύνοντες της Ένωσης ότι δίδυμο σαν αυτό των Μαύρου – Μπάγεβιτς ήταν σχεδόν αδύνατον να ξαναϋπάρξει έδωσε στον Μανώλη Κώττη τις ευκαιρίες που ζητούσε για συμμετοχές με την φανέλλα της ΑΕΚ.
Έχοντας ντεμπουτάρει στις 7/9/1980 στην εντός έδρας νίκη με 5-1 απέναντι στην Καβάλα, έμεινε στην Ένωση μέχρι το καλοκαίρι του 1984 συμπληρώνοντας σε αυτήν 50 συμμετοχές στο Πρωτάθλημα με 9 γκολ στο ενεργητικό του, 12 συμμετοχές στο Κύπελλο Ελλάδας όπου σημείωσε 3 γκολ και 1 Ευρωπαϊκή συμμετοχή στην οποία μπόρεσε να σκοράρει όταν στις 14/9/1983 άνοιξε το σκορ κάνοντας το 1-0 στο 65′ του εντός έδρας πρώτου αγώνα απέναντι στην Ουγγρική Ουΐπεστ για τον Α’ γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων της σαιζόν 1983-84. Τελευταία εμφάνιση του στην ΑΕΚ στις στις 6/5/1984 στην εκτός έδρας ήττα με 2-0 από την Λάρισα στο Αλκαζάρ.
Κοντός, με χαμηλό κέντρο βάρους και ευέλικτος, ο Κώττης είχε μια ιδιαίτερη αίσθηση του γκολ. Μια πραγματική “αλεπού” της μικρής και μεγάλης αντίπαλης περιοχής που συχνά – πυκνά βρισκόταν στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή. Χαρακτηριστικά που έμοιαζαν σε μεγάλο βαθμό με αυτά του Θωμά Μαύρου. Η ομοιότητα τους στον τρόπο παιγνιδιού επεκτεινόταν ακόμη και στην κεφαλοσφαιριστική δεινότητα και των δύο παρά το σχετικά μικρό ύψος τους. Σε όσα παιχνίδια έπαιξε σαν παρτενέρ του Μαύρου στην επιθετική γραμμή της ΑΕΚ, οι δυό τους δυσκόλεψαν αφάνταστα τις αντίπαλες άμυνες και το γκολ έμοιαζε να είναι θέμα χρόνου είτε από τον έναν είτε από τον άλλον.
Οι δυο κορυφαίες ατομικές στιγμές του στην Ένωση συνδέονται αμφότερες με τον θεσμό του Κυπέλλου Ελλάδας. Στις 13/5/1981 στον πρώτο αγώνα στη Νέα Φιλαδέλφεια για την προημιτελική φάση του θεσμού απέναντι στον Άρη, ο Κώττης ισοφάρισε δύο φορές τους προηγηθέντες Θεσσαλονικείς δίνοντας στην ΑΕΚ το 2-2 που σε συνδυασμό με την χαριστική βολή (0-1) του Μαύρου στη ρεβάνς του Χαριλάου έδωσε στην ΑΕΚ την πρόκριση. Στις 15/6/1983 η Ένωση αντιμετώπιζε στην Θεσσαλονίκη τον Ηρακλή στον πρώτο Ημιτελικό του θεσμού. Ο “γηραιός” έχοντας άριστη απόδοση, αρκετή τύχη και σε μεγάλα κέφια τον Βασίλη Χατζηπαναγή είχε επαναπαυθεί στο 3-0 που δυσκόλευε τρομερά την ρεβάνς για την ΑΕΚ. Η επιμονή και η όσφρηση του γκολ έκαναν τον Κώττη να μειώσει στο 90′ του ματς σε 3-1 αμβλύνοντας κατά πολύ τους συσχετισμούς του επαναληπτικού. Το γκολ αυτό προκάλεσε “θύελλα” καθώς την υποψία ότι χρησιμοποίησε το χέρι του, ενίσχυσε μια επιβεβαιωτική του γεγονότος δήλωση του Ντίνου Μπαλλή μετά το ματς. Ο αμυντικός του Ηρακλή Γαλατίδης με αυτογκόλ έκανε το 1-0 για την ΑΕΚ στη ρεβάνς και μια ασίστ του Κώττη στον Μαύρο έγραψε το 2-0 που οδήγησε την Ένωση στην πρόκριση και τελικά στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας της περιόδου 1982-83 στον Τελικό του ΟΑΚΑ απέναντι στον ΠΑΟΚ. Το Κύπελλο αυτό είναι και ο μοναδικός τίτλος που κατέκτησε ο Μανώλης Κώττης με την κιτρινόμαυρη φανέλλα.
Το καλοκαίρι του 1984, με τον ερχομό του Χόκαν Σάντμπεργκ έμεινε έξω από τα πλάνα του προπονητή του και το Δεκέμβριο του ίδιου έτους μεταγράφηκε στο Αιγάλεω, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της περιόδου 1984-85. Ακολούθησε ένα ταξίδι στην άλλη όχθη του Ατλαντικού όπου αγωνίστηκε για δύο μήνες στο πρωτάθλημα των ΗΠΑ με τη φανέλα των New York Greek American Atlas Astoria αμοιβόμενος με 10 χιλιάδες δολλάρια. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε να αγωνίζεται στον Ατρόμητο, στην Λαμία και σε άλλες ομάδες μικρότερων κατηγοριών για να ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1990 στον “κιτρινόμαυρο” Αργοναύτη Άργους.
Η ζωή του πλέον μοιράζεται μεταξύ Αθήνας, όπου ζουν η σύζυγος του Κλεοπάτρα και η κόρη του, και Ρόδου, όπου συνεργάζεται με τον Πολιτιστικό και Αθλητικό Οργανισμό του Δήμου του νησιού ενώ χρημάτισε Γενικός Αρχηγός και Αντιπρόεδρος της ομάδας της Ρόδου.