Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα “Ριβάλντο”
Vitor Borba Ferreira “Rivaldo” – (2007/2008)
Ο μεγαλύτερος σαν όνομα ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε ποτέ μέχρι σήμερα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε για τρεις σεζόν (2004/2007) στον Ολυμπιακό και για μία σεζόν (2007/2008) στην ΑΕΚ.
Ο Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός γεννήθηκε στις 19 Απριλίου 1972 κι έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα (1991/1992) στην Σάντα Κρουζ Βραζιλίας. Στην συνέχεια (και πάντα στην Βραζιλία) πήγε στην Μοζί Μιρίμ κι από εκεί δόθηκε δανεικός στην Κορίνθιανς Παουλίστα, για την περίοδο 1993/1994. Εκείνη την περίοδο άρχισε να λάμπει το “αστέρι του” και κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Βραζιλίας. Από το 1994 έως το 1996 αγωνίστηκε στην βραζιλιάνικη Παλμέιρας κατακτώντας μαζί της το πρωτάθλημα Βραζιλίας. Το 1996 ήρθε η ώρα να μετακομίσει στην Ευρώπη και την Ισπανία για την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια όπου έκανε μιά πολυ καλή σεζόν. Το 1997 έρχεται η στιγμή της “εκτόξευσης” στην καριέρα του αφού παίρνει μεταγραφή για την μεγάλη Μπαρτσελόνα. Καταφέρνει και γίνεται ένας εκ των βασικών ηγετών τόσο της “Μπάρτσα” όσο και της εθνικής Βραζιλίας. Με την Μπαρτσελόνα κατακτά το ευρωπαικό Super Cup του 1997, το ντάμπλ του 1998 και το πρωτάθλημα του 1999. Με την εθνική Βραζιλίας παίρνει το χάλκινο μετάλλιο στους ολυμπιακούς της Ατλάντα το 1996, κατακτά το κύπελλο Συνομοσπονδιών του 1997, το Κόπα Αμέρικα 1999 στην Παραγουάη (πρώτος σκόρερ και καλύτερος παίκτης στην διοργάνωση), την 2η θέση στο μουντιάλ του 1998 στην Γαλλία και κατακτά το μουντιάλ του 2002 στα γήπεδα της Κορέας και της Ιαπωνίας. Μάλιστα στο μουντιάλ του 2002 γίνεται 2ος σκόρερ της διοργάνωσης με 5 γκολ. Η μεγαλύτερη στιγμή πάντως της καριέρας του ατομικά είναι όταν το 1999 ανακηρύσσεται από την FIFA ως καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο(!) Με την Μπαρτσελόνα αγωνίζεται μέχρι το 2002 έχοντας 157 αγώνες πρωταθλήματος και 56 γκολ. Το 2002 πηγαίνει στην (επίσης μεγάλη) ιταλική Μίλαν, με τα χρώματα της οποίας κατακτά το 2003 το Champions League, το ευρωπαικό Super Cup και το κύπελλο Ιταλίας.
Από εκεί και μετά όμως αρχίζει η πτώση στην καριέρα του. Αγωνίζεται αρχικά δανεικός στην βραζιλιάνικη Κρουζέιρο και το 2004 ο ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού Σωκράτης Κόκκαλης κάνει μιά απίστευτη μεταγραφική κίνηση φέρνοντάς τον στην Ελλάδα. Ο Ριβάλντο δεν είναι ο παίκτης του παρελθόντος, αλλά η κλάση του αρκεί για να κάνει την διαφορά στο ελληνικό πρωτάθλημα. Απίστευτος τεχνίτης, με “μαγικό” αριστερό πόδι, φοβερή κάθετη πάσα και σέντρα, μακρινά και κοντινά σουτ, καταπληκτικές εκτελέσεις στα στημένα, εκπληκτικές εμπνεύσεις και γκολ και ασίστ με κάθε δυνατό τρόπο, “μαγεύει” το ελληνικό ποδοσφαιρικό κοινό, έστω κι αν δεν είναι πλέον ο παίκτης που ήταν. Με τον ΟΣΦΠ κατακτά τα ντάμπλ του 2005 και του 2006 και το πρωτάθλημα του 2007, ενώ ψηφίζεται για τις περιόδους 2005/06 και 2006/07 ως ο καλύτερος ξένος ποδοσφαιριστής του πρωταθλήματος (βραβεία ΠΣΑΠ).
Το καλοκαίρι του 2007 ο Κόκκαλης αποφασίζει να μην του ανανεώσει το συμβόλαιο, κίνηση που βρίσκει αντίθετη την πλειοψηφία των φίλων του ΟΣΦΠ. Η διοίκηση Νικολαίδη κάνει την δική της υπέρβαση και φέρνει (έστω και στα 35 του πλέον χρόνια) τον πιο γνωστό παγκοσμίως ποδοσφαιριστή που φόρεσε ποτέ μέχρι σήμερα τα κιτρινόμαυρα. Πολλοί φίλοι της ΑΕΚ ελπίζουν ότι ο Βραζιλιάνος σούπερ σταρ θα πάρει την ομάδα “από το χέρι” και θα την οδηγήσει στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Όντας πλέον αρκετά μεγάλος ηλικιακά δεν παίρνει ακριβώς “από το χέρι” την ομάδα, αλλά πάντως είναι βασικός ηγέτης της, κάνει μιά καλή σεζόν (προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδείξει ότι κακώς τον θεώρησε τελειωμένο ποδοσφαιρικά ο Κόκκαλης) και βοηθάει πολύ στην κατάκτηση εντός γηπέδων της πρώτης θέσης. Το πρωτάθλημα όμως χάνεται στα χαρτιά από τον ΟΣΦΠ λόγω της ιστορίας “Βάλνερ”. Αξέχαστο ματς το ΑΕΚ-Ολυμπιακός 4-0, όταν ο “Ρίμπο” έχει πολύ καλή απόδοση, βοηθάει πολύ με τις ασίστ του και στο τέλος του αγώνα πανηγυρίζει δείχνοντας (απευθυνόμενος στον Κόκκαλη) τον αριθμό “4” με τα δάκτυλά του.
Την επόμενη σεζόν ο Ριβάλντο κάνει προετοιμασία με την ΑΕΚ, αλλά στο τέλος του καλοκαιριού δέχεται μιά πρόταση από το Ουζμπεκιστάν και την Μπουνιοντκόρ που, όπως λέει ο ίδιος, είναι τόσο καλή οικονομικά που στην ηλικία που βρίσκεται δεν μπορεί να απορρίψει. Η πρόταση γίνεται αποδεκτή κι από την διοίκηση Νικολαίδη κι ο παίκτης αποχωρεί από την Ελλάδα, έχοντας αγωνιστεί στην ΑΕΚ σε 35 ματς πρωταθλήματος (μαζί με τα play-off) κι έχοντας πετύχει 12 γκολ (μερικά εκ των οποίων ιδιαιτέρως εντυπωσιακά).
Αγωνίζεται στο Ουζμπεκιστάν μέχρι το 2010 κατακτώντας 3 πρωταθλήματα και 2 κύπελλα. Στην συνέχεια παίζει σε Μοζί Μιρίμ και Σάο Πάολο (Βραζιλία), Καμπουσκόρπ (Ανγκόλα) και Σάο Καετάνο και (ξανά) Μοζί Μιρίμ (στην οποία έγινε και πρόεδρος της ομάδας) Βραζιλίας, μέχρι το 2014 όταν κι έκλεισε την καριέρα του.
Στην πορεία του είχε συνολικά με την εθνική ανδρών της Βραζιλίας 74 συμμετοχές και 34 γκολ.
Στην καριέρα του Ριβάλντο και πέραν των συλλογικών διακρίσεων, ήταν αμέτρητες και οι ατομικές του διακρίσεις. Οι σημαντικότερες από αυτές:
Καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο (χρυσή μπάλα FIFA) 1999
Καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη (χρυσή μπάλα ΟΥΕΦΑ) 1999
3ος καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο (FIFA) 2000, 2001, 2002
Καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Βραζιλία (1996)
Ο Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός γεννήθηκε στις 19 Απριλίου 1972 κι έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα (1991/1992) στην Σάντα Κρουζ Βραζιλίας. Στην συνέχεια (και πάντα στην Βραζιλία) πήγε στην Μοζί Μιρίμ κι από εκεί δόθηκε δανεικός στην Κορίνθιανς Παουλίστα, για την περίοδο 1993/1994. Εκείνη την περίοδο άρχισε να λάμπει το “αστέρι του” και κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Βραζιλίας. Από το 1994 έως το 1996 αγωνίστηκε στην βραζιλιάνικη Παλμέιρας κατακτώντας μαζί της το πρωτάθλημα Βραζιλίας. Το 1996 ήρθε η ώρα να μετακομίσει στην Ευρώπη και την Ισπανία για την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια όπου έκανε μιά πολυ καλή σεζόν. Το 1997 έρχεται η στιγμή της “εκτόξευσης” στην καριέρα του αφού παίρνει μεταγραφή για την μεγάλη Μπαρτσελόνα. Καταφέρνει και γίνεται ένας εκ των βασικών ηγετών τόσο της “Μπάρτσα” όσο και της εθνικής Βραζιλίας. Με την Μπαρτσελόνα κατακτά το ευρωπαικό Super Cup του 1997, το ντάμπλ του 1998 και το πρωτάθλημα του 1999. Με την εθνική Βραζιλίας παίρνει το χάλκινο μετάλλιο στους ολυμπιακούς της Ατλάντα το 1996, κατακτά το κύπελλο Συνομοσπονδιών του 1997, το Κόπα Αμέρικα 1999 στην Παραγουάη (πρώτος σκόρερ και καλύτερος παίκτης στην διοργάνωση), την 2η θέση στο μουντιάλ του 1998 στην Γαλλία και κατακτά το μουντιάλ του 2002 στα γήπεδα της Κορέας και της Ιαπωνίας. Μάλιστα στο μουντιάλ του 2002 γίνεται 2ος σκόρερ της διοργάνωσης με 5 γκολ. Η μεγαλύτερη στιγμή πάντως της καριέρας του ατομικά είναι όταν το 1999 ανακηρύσσεται από την FIFA ως καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο(!) Με την Μπαρτσελόνα αγωνίζεται μέχρι το 2002 έχοντας 157 αγώνες πρωταθλήματος και 56 γκολ. Το 2002 πηγαίνει στην (επίσης μεγάλη) ιταλική Μίλαν, με τα χρώματα της οποίας κατακτά το 2003 το Champions League, το ευρωπαικό Super Cup και το κύπελλο Ιταλίας.
Από εκεί και μετά όμως αρχίζει η πτώση στην καριέρα του. Αγωνίζεται αρχικά δανεικός στην βραζιλιάνικη Κρουζέιρο και το 2004 ο ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού Σωκράτης Κόκκαλης κάνει μιά απίστευτη μεταγραφική κίνηση φέρνοντάς τον στην Ελλάδα. Ο Ριβάλντο δεν είναι ο παίκτης του παρελθόντος, αλλά η κλάση του αρκεί για να κάνει την διαφορά στο ελληνικό πρωτάθλημα. Απίστευτος τεχνίτης, με “μαγικό” αριστερό πόδι, φοβερή κάθετη πάσα και σέντρα, μακρινά και κοντινά σουτ, καταπληκτικές εκτελέσεις στα στημένα, εκπληκτικές εμπνεύσεις και γκολ και ασίστ με κάθε δυνατό τρόπο, “μαγεύει” το ελληνικό ποδοσφαιρικό κοινό, έστω κι αν δεν είναι πλέον ο παίκτης που ήταν. Με τον ΟΣΦΠ κατακτά τα ντάμπλ του 2005 και του 2006 και το πρωτάθλημα του 2007, ενώ ψηφίζεται για τις περιόδους 2005/06 και 2006/07 ως ο καλύτερος ξένος ποδοσφαιριστής του πρωταθλήματος (βραβεία ΠΣΑΠ).
Το καλοκαίρι του 2007 ο Κόκκαλης αποφασίζει να μην του ανανεώσει το συμβόλαιο, κίνηση που βρίσκει αντίθετη την πλειοψηφία των φίλων του ΟΣΦΠ. Η διοίκηση Νικολαίδη κάνει την δική της υπέρβαση και φέρνει (έστω και στα 35 του πλέον χρόνια) τον πιο γνωστό παγκοσμίως ποδοσφαιριστή που φόρεσε ποτέ μέχρι σήμερα τα κιτρινόμαυρα. Πολλοί φίλοι της ΑΕΚ ελπίζουν ότι ο Βραζιλιάνος σούπερ σταρ θα πάρει την ομάδα “από το χέρι” και θα την οδηγήσει στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Όντας πλέον αρκετά μεγάλος ηλικιακά δεν παίρνει ακριβώς “από το χέρι” την ομάδα, αλλά πάντως είναι βασικός ηγέτης της, κάνει μιά καλή σεζόν (προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδείξει ότι κακώς τον θεώρησε τελειωμένο ποδοσφαιρικά ο Κόκκαλης) και βοηθάει πολύ στην κατάκτηση εντός γηπέδων της πρώτης θέσης. Το πρωτάθλημα όμως χάνεται στα χαρτιά από τον ΟΣΦΠ λόγω της ιστορίας “Βάλνερ”. Αξέχαστο ματς το ΑΕΚ-Ολυμπιακός 4-0, όταν ο “Ρίμπο” έχει πολύ καλή απόδοση, βοηθάει πολύ με τις ασίστ του και στο τέλος του αγώνα πανηγυρίζει δείχνοντας (απευθυνόμενος στον Κόκκαλη) τον αριθμό “4” με τα δάκτυλά του.
Την επόμενη σεζόν ο Ριβάλντο κάνει προετοιμασία με την ΑΕΚ, αλλά στο τέλος του καλοκαιριού δέχεται μιά πρόταση από το Ουζμπεκιστάν και την Μπουνιοντκόρ που, όπως λέει ο ίδιος, είναι τόσο καλή οικονομικά που στην ηλικία που βρίσκεται δεν μπορεί να απορρίψει. Η πρόταση γίνεται αποδεκτή κι από την διοίκηση Νικολαίδη κι ο παίκτης αποχωρεί από την Ελλάδα, έχοντας αγωνιστεί στην ΑΕΚ σε 35 ματς πρωταθλήματος (μαζί με τα play-off) κι έχοντας πετύχει 12 γκολ (μερικά εκ των οποίων ιδιαιτέρως εντυπωσιακά).
Αγωνίζεται στο Ουζμπεκιστάν μέχρι το 2010 κατακτώντας 3 πρωταθλήματα και 2 κύπελλα. Στην συνέχεια παίζει σε Μοζί Μιρίμ και Σάο Πάολο (Βραζιλία), Καμπουσκόρπ (Ανγκόλα) και Σάο Καετάνο και (ξανά) Μοζί Μιρίμ (στην οποία έγινε και πρόεδρος της ομάδας) Βραζιλίας, μέχρι το 2014 όταν κι έκλεισε την καριέρα του.
Στην πορεία του είχε συνολικά με την εθνική ανδρών της Βραζιλίας 74 συμμετοχές και 34 γκολ.
Στην καριέρα του Ριβάλντο και πέραν των συλλογικών διακρίσεων, ήταν αμέτρητες και οι ατομικές του διακρίσεις. Οι σημαντικότερες από αυτές:
Καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο (χρυσή μπάλα FIFA) 1999
Καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη (χρυσή μπάλα ΟΥΕΦΑ) 1999
3ος καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο (FIFA) 2000, 2001, 2002
Καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Βραζιλία (1996)