Φώτης Μπαλόπουλος
Φώτης Μπαλόπουλος – (1964/1970)
Γεννήθηκε στον Κορυδαλλό στις 17 Δεκεμβρίου 1943. Παιδί προσφυγικής οικογένειας, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο ξεκινώντας από την ομάδα της Α.Ε Κορυδαλλού και το 1958 μεταγράφηκε στην Προοδευτική, στην οποία αγωνιζόταν και ο αδελφός του Βαγγέλης. Έκανε ντεμπούτο σε επίσημο αγώνα το 1960 έναντι του Ηρακλή σε αγώνα μπαράζ για την κατάληψη της δέκατης θέσεως στον οποίο οι “βυσσινί” ηττήθηκαν με 2-0. Ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας στις πρώτες περιόδους μετά την καθιέρωση της Α’ Εθνικής κατηγορίας όταν η Προοδευτική ήταν μόνιμα παρούσα σε αυτήν.
Ο Μπαλόπουλος είχε την ευχέρεια να παίζει σε αρκετές θέσεις της άμυνας, της μεσαίας γραμμής αλλά και στην επίθεση. Στην ομάδα του Κορυδαλλού ξεκίνησε να αγωνίζεται ως επιθετικός αλλά στη συνέχεια της καριέρας του αγωνίστηκε κυρίως στη θέση του κεντρικού αμυντικού αλλά και σε αυτήν του κεντρικού μέσου. Με την Εθνική Νέων άλλες φορές αγωνιζόταν σαν σέντερ φορ και άλλες σαν κεντρικός αμυντικός.
Από την αρχή της δεκαετίας του ’60, ο Φώτης Μπαλόπουλος είχε εκφράσει τη επιθυμία να αγωνιστεί στην ΑΕΚ, την ομάδα που αγαπούσε από μικρός, χωρίς όμως αυτό να έχει καταστεί δυνατό. Στο μεταξύ είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των Ολυμπιακού, ΠΑΟ αλλά και της ΑΕΚ, της οποίας η επιθυμία να τον αποκτήσει έγινε μεγαλύτερη όταν στις 10/6/1962 σε αγώνα ΑΕΚ – Προοδευτικής στην Νέα Φιλαδέλφεια ο Μπαλόπουλος είχε καταπληκτική απόδοση σημειώνοντας στο 27′ και το γκολ που έδωσε στην Προοδευτική το βαθμό της ισοπαλίας. Οι προτάσεις της ΑΕΚ ήταν πολλές αλλά η Προοδευτική ίσως και κατόπιν πιέσεων από τον Ολυμπιακό, δεν τον παραχωρούσε με αποτέλεσμα ο ποδοσφαιριστής κάποια περίοδο να απέχει κιόλας απο τις προπονήσεις ως ένδειξη δυσαρέσκειας.
Το καλοκαίρι του 1964, η αποχώρηση του Γιάννη Μαρδίτση για τον Παγκορινθιακό δημιουργεί την ανάγκη κάλυψης του κενού που παρουσιάζεται στην αμυντική γραμμή της ομάδας και ο τότε έφορος ποδοσφαίρου της Ένωσης Γιώργος Τρανόπουλος στοχεύει την απόκτηση του 21χρονου αμυντικού της Προοδευτικής. Ταυτόχρονα εκδηλώνει ενδιαφέρον για την απόκτηση του Μπαλόπουλου και ο Ολυμπιακός. Οι άριστες σχέσεις συνεργασίας ερυθρόλευκων και Προοδευτικής θέτουν αυτόματα την ΑΕΚ σε θέση αουτσάϊντερ για την απόκτηση του Μπαλόπουλου. Η ισχυρή επιθυμία του παίκτη να αγωνιστεί με την Κιτρινόμαυρη φανέλλα, αποδεικνύεται τελικά καταλυτική και ο πρόεδρος των “βυσσινί” Βουλγαράκης πείθεται να τον παραχωρήσει στην ΑΕΚ με αντάλλαγμα 450 χιλιάδες δραχμές και την μεταγραφή στην Προοδευτική του Άρη Τσαχουρίδη. Ο φόβος αντίδρασης από πλευράς Ολυμπιακού ή ακόμη και απαγωγής του παίκτη από τους ερυθρόλευκους είναι τέτοιος, που ο Φώτης Μπαλόπουλος εμφανίζεται στα γραφεία της ΑΕΚ για να υπογράψει την μεταγραφή του, συνοδευόμενος από τους δύο αδελφούς του και πολυπληθή ομάδα φίλων του, τα μεσάνυχτα της 30ης προς 31η Ιουλίου του 1964. Το μεταγραφικό θρίλερ ολοκληρώνεται με αίσιο τέλος για την ΑΕΚ και τον Φώτη Μπαλόπουλο.
Ευθυτενής και γεροδεμένος, με αξιοθαύμαστη ταχύτητα, δυνατός στις μονομαχίες τόσο στο έδαφος όσο και στον αέρα, αρεσκόταν συχνά και στην προώθηση στην επίθεση ιδίως σε στημένες φάσεις με σκοπό το σκοράρισμα. Αυτά τα προσόντα του εξασφάλισαν άμεσα μια θέση στο κέντρο της άμυνας της βασικής ενδεκάδας της ΑΕΚ. Στον χώρο αυτό έφτιαξε, με παρτενέρ τον Τάσο Βασιλείου, ένα σπάνιας αρμονίας δίδυμο κεντρικών αμυντικών, στην λειτουργικότητα του οποίου ο ένας τους συμπλήρωνε τον άλλο. Η τότε επικρατούσα αμυντική φιλοσοφία του “μαν του μαν”, “χρέωνε” σχεδόν πάντα στον Φώτη Μπαλόπουλο την εξουδετέρωση του γκολτζή φορ των αντιπάλων, αποστολή στην οποία σπάνια απέτυχε να ανταπεξέλθει.
Με την Κιτρινόμαυρη φανέλλα συμπλήρωσε 124 συμμετοχές στο Πρωτάθλημα στις οποίες σημείωσε 2 γκολ. Είχε ακόμη 11 συμμετοχές σε αγώνες για το Κύπελλο Ελλάδας και 8 συμμετοχές σε αγώνες Ευρωπαϊκών Κυπέλλων, από τις οποίες 4 στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 4 στην πορεία της ομάδας μέχρι τον Προημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών την περίοδο 1968-69.
Κατέκτησε με την ΑΕΚ το Πρωτάθλημα της περιόδου 1967-68 και το Κύπελλο Ελλάδας της περιόδου 1965-66.
Στις 11 Ιουνίου 1969, η Παναχαϊκή υποδέχεται την ΑΕΚ σε αγώνα για το Κύπελλο Ελλάδας και μετά από ρεσιτάλ ατυχίας των Ενωσιτών την αποκλείει νικώντας την με 4-2. Ο αποκλεισμός αυτός δίνει το έναυσμα και την αφορμή που έψαχνε από καιρό, το τότε δικτατορικό καθεστώς, να απομακρύνει δια του Επιτρόπου του από την ΑΕΚ το, ανεπιθύμητο για τις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις του, δίδυμο των Μπαλόπουλου – Βασιλείου.
Ο Φώτης Μπαλόπουλος αρνούμενος να μεταγραφεί και υπεραμυνόμενος της αθωότητας του στην όποια χαλκευμένη κατηγορία του αποδίδεται, μπαίνει σε αγωνιστική “καραντίνα” και μένει εκτός δράσης μέχρι το καλοκαίρι του 1970 οπότε και μεταγράφεται στον Βύζαντα Μεγάρων. Το “κυνηγητό” από τα όργανα του στρατοκρατικού καθεστώτος δεν θα σταματήσει και τα 2 χρόνια στα Μέγαρα θα περάσουν με αρκετές τιμωρίες, αποκλεισμούς και αποχή από την ενεργό δράση. Το καλοκαίρι του 1972 ο Μπαλόπουλος θα βρει νέα ποδοσφαιρική “στέγη” στον Ατρόμητο Περιστερίου που μόλις έχει ανεβεί στην Α’ Εθνική και παρά τον υποβιβασμό της ομάδας και πάλι στο τέλος της σαιζόν, θα μείνει στην Ιστορία η συγκλονιστική εμφάνιση του απέναντι στην αγαπημένη του ΑΕΚ στις 21/5/1973 στο Περιστέρι, όταν βγάζοντας όλα τα απωθημένα συναισθήματα του για την άδικη απομάκρυνση του από την Ένωση, θα σταματήσει σχεδόν μόνος του την Κιτρινόμαυρη επίθεση και θα επιτρέψει στον Ατρόμητο να φύγει από το γήπεδο νικητής με 1-0.
Ο Μπαλόπουλος φόρεσε 10 φορές την φανέλλα της Εθνικής Ανδρών στο διάστημα 1965-1969 με highlight καριέρας την “εξαφάνιση” του περίφημου Εουσέμπιο τον Δεκέμβριο του 1968 όταν η Εθνική νίκησε με 4-2 την αντίστοιχη της Πορτογαλίας σε αγώνα για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970.
Μετά το καλοκαίρι του 1973, όταν και ουσιαστικά εγκατέλειψε την ενεργό δράση, απομακρύνθηκε πλήρως από τον χώρο της ΑΕΚ και του “επαγγελματικού” ποδοσφαίρου, πικραμένος και χολωμένος για τα όσα υπέστη. Ζούσε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας στο Πόρτο Ράφτη της Αττικής μέχρι το Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012, όταν και έφυγε από την ζωή σε ηλικία 69 ετών.