Γιάτσεκ Γκμοχ
Γιάτσεκ Γκμοχ (Jacek Wojciech Gmoch) – (1985/1986)
Προπονητής που έγραψε την δική του ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ο Γιάτσεκ Γκμοχ. Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1939 στην πόλη Προύσκοβ της Πολωνίας και έκανε καριέρα ως αμυντικός ποδοσφαιριστής. Αγωνίστηκε αρχικά στην Ζνιτς Προύσκοβ και στην συνέχεια έπαιξε την Λέγκια Βαρσοβίας (1960/1968). Με την Λέγκια κατέκτησε 2 κύπελλα Πολωνίας (1964,1966). Βρισκόταν στην Λέγκια και στις αρχές της σεζόν 1968/1969, περίοδο κατά την οποία η πολωνική ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά στις αρχές της σεζόν και σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε και 29 φορές στην εθνική Πολωνίας.
Η προπονητική του καριέρα ξεκίνησε από την Λέγκια (1969/1971). Στην συνέχεια έγινε βοηθός του Καζιμίρ Γκόρσκι στην εθνική Πολωνίας, φτάνοντας μάλιστα στην 3η θέση του μουντιάλ της Γερμανίας το 1974. Αφού στην συνέχεια μετακόμισε στις ΗΠΑ για σπουδές, επέστρεψε στην Πολωνία το 1976, αναλαμβάνοντας πρώτος προπονητής της εθνικής Πολωνίας. Κατέλαβε την 5η θέση στο μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, αλλά θεώρησε ότι απέτυχε μην μπαίνοντας στην τετράδα και παραιτήθηκε. Μετά βρέθηκε για λίγο στη Νορβηγία για την Σκέιντ Όσλο.
Τον Δεκέμβρη του 1979 έρχεται στην Ελλάδα για τον ΠΑΣ Γιάννενα, αντικαθιστώντας στον πάγκο της ομάδας των Ιωαννίνων το Νίκο Αλέφαντο. Τελικά, όπως αποδείχτηκε αργότερα, η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε η Ελλάδα να γίνει η δεύτερη πατρίδα του. Έμεινε στα Γιάννενα μέχρι το 1981 και στην συνέχεια εργάστηκε σε Απόλλωνα Αθηνών (1981/1982) και Λάρισα (1982/1983), αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις με την δουλειά που παρουσίασε. Θεωρήθηκε έξυπνος και πονηρός προπονητής (συχνότατα χαρακτηριζόταν ως “αλεπού” των πάγκων) και το 1983 κάνει την εκτόξευσή του στην καριέρα του στα ελληνικά γήπεδα πηγαίνοντας στον πανίσχυρο Παναθηναικό της εποχής. Έχοντας ένα πολύ καλό ρόστερ στα χέρια του, τα πηγαίνει εξαιρετικά με τους “πράσινους”: κατακτά το νταμπλ της περιόδου 1983/1984, ενώ για την περίοδο 1984/1985 φτάνει με τον ΠΑΟ στου 4 του τότε κυπέλλου πρωταθλητριών (σημερινού Champions League) όπου αποκλείεται σπό την αγγλική Λίβερπουλ, σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών ελληνικής ομάδας σε ευρωπαική διοργάνωση.
Το καλοκαίρι του 1985 ο μεγαλομέτοχος της ΑΕΚ Ανδρέας Ζαφειρόπουλος πραγματοποιεί μεγάλη επιτυχία φέρνοντας τον Γκμοχ στην “Ένωση”. Η ΑΕΚ του Γιάτσεκ Γκμοχ έχει όμως μια σεζόν με πολλά σκαμπανεβάσματα, καταλαμβάνοντας τελικά την 3η θέση στο πρωτάθλημα (πίσω από Παναθηναικό και ΟΦΗ και σε ισοβαθμία με τον Ηρακλή) και κερδίζοντας της έξοδο στο ΟΥΕΦΑ σε επεισοδιακό μπαράζ απέναντι στον “γηραιό” (η ομάδα της Θεσσαλονίκης διαμαρτυρόμενη για δικαστικές αποφάσεις διακωμώδησε τον αγώνα μπαράζ στον Βόλο και τον έχασε στα χαρτιά, αφου έμεινε με 6 παίκτες κατά την διάρκεια του αγώνα). Στο κύπελλο η ΑΕΚ του Γκμοχ αποκλείστηκε σε διπλό αγώνα στα ημιτελικά από τον ΠΑΟ (ισοπαλία 2-2 και ήττα με 2-1), αλλά στο δεύτερο ματς ήταν και άτυχη έχοντας πάρα πολλές απουσίες. Στην Ευρώπη (και στον πρώτο γύρο του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ) η ΑΕΚ είχε μια ιστορική νίκη απέναντι στην μεγάλη Ρεάλ Μαδρίτης (1-0 με γκολ του Παύλου Παπαιώαννου στο ΟΑΚΑ), αλλά υπέστη συντριβή με 5-0 στην ρεβάνς στο Μπερναμπέου. Τελικά ο Γιάτσεκ Γκμοχ φεύγει από την ΑΕΚ το καλοκαίρι του 1986 έχοντας πραγματοποιήσει μαζί της μια μέτρια σεζόν.
Για την περίοδο 1987/1988 έχει μια από τις μεγαλύτερες σεζόν της προπονητικής του καριέρας (κατά πολλούς την μεγαλύτερη), κατακτώντας το πρωτάθλημα με την Λάρισα. Είναι η μοναδική μέχρι σήμερα κατάκτηση πρωταθλήματος από ομάδα που βρίσκεται εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στην συνέχεια κάθεται στον πάγκο του Ολυμπιακού (έτσι διετέλεσε προπονητής και στις 3 ομάδες του πρώην ΠΟΚ, αποτελώντας μαζί με τον αυστριακό Σενέκοβιτς τους μοναδικούς προπονητές που έκαναν κάτι τέτοιο στην καριέρα τους), πηγαίνει στην Κύπρο για τον ΑΠΟΕΛ (1991/1993) κατακτώντας 1 πρωτάθλημα και μετά εργάζεται ξανά στην Ελλάδα κατά σειρά σε Αθηναικό (1994/1995), Εθνικό Πειραιώς (1995/1996), Ιωνικό (1997/1998), Καλαμάτα (1998/1999), Πανιώνιο (1999/2000) και ξανά Ιωνικό (2002/2003), σταματώντας την προπονητική το 2003. Επέστρεψε για λίγο στους πάγκους ως υπηρεσιακός προπονητής του Παναθηναικού, για την περίοδο 2010/2011 (αντικατέστησε τον Νίκο Νιόπλια).
Πλέον εμφανίζεται συχνά ως τηλεσχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων στην ελληνική τηλεόραση. Ο “σαγόνιας” (όπως είναι το παρατσούκλι του στην Ελλάδα) έχει εκδόσει και βιβλίο το 1985 με την μέχρι τότε αυτοβιογραφία του, θεωρείται ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα λόγω και της ευχάριστης προσωπικότητάς του, ενώ ο χαρακτηριστικός και ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο μιλάει την ελληνική γλώσσα τον έχουν κάνει γνωστό σκόμα και σε ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο.
Η προπονητική του καριέρα ξεκίνησε από την Λέγκια (1969/1971). Στην συνέχεια έγινε βοηθός του Καζιμίρ Γκόρσκι στην εθνική Πολωνίας, φτάνοντας μάλιστα στην 3η θέση του μουντιάλ της Γερμανίας το 1974. Αφού στην συνέχεια μετακόμισε στις ΗΠΑ για σπουδές, επέστρεψε στην Πολωνία το 1976, αναλαμβάνοντας πρώτος προπονητής της εθνικής Πολωνίας. Κατέλαβε την 5η θέση στο μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, αλλά θεώρησε ότι απέτυχε μην μπαίνοντας στην τετράδα και παραιτήθηκε. Μετά βρέθηκε για λίγο στη Νορβηγία για την Σκέιντ Όσλο.
Τον Δεκέμβρη του 1979 έρχεται στην Ελλάδα για τον ΠΑΣ Γιάννενα, αντικαθιστώντας στον πάγκο της ομάδας των Ιωαννίνων το Νίκο Αλέφαντο. Τελικά, όπως αποδείχτηκε αργότερα, η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε η Ελλάδα να γίνει η δεύτερη πατρίδα του. Έμεινε στα Γιάννενα μέχρι το 1981 και στην συνέχεια εργάστηκε σε Απόλλωνα Αθηνών (1981/1982) και Λάρισα (1982/1983), αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις με την δουλειά που παρουσίασε. Θεωρήθηκε έξυπνος και πονηρός προπονητής (συχνότατα χαρακτηριζόταν ως “αλεπού” των πάγκων) και το 1983 κάνει την εκτόξευσή του στην καριέρα του στα ελληνικά γήπεδα πηγαίνοντας στον πανίσχυρο Παναθηναικό της εποχής. Έχοντας ένα πολύ καλό ρόστερ στα χέρια του, τα πηγαίνει εξαιρετικά με τους “πράσινους”: κατακτά το νταμπλ της περιόδου 1983/1984, ενώ για την περίοδο 1984/1985 φτάνει με τον ΠΑΟ στου 4 του τότε κυπέλλου πρωταθλητριών (σημερινού Champions League) όπου αποκλείεται σπό την αγγλική Λίβερπουλ, σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των εποχών ελληνικής ομάδας σε ευρωπαική διοργάνωση.
Το καλοκαίρι του 1985 ο μεγαλομέτοχος της ΑΕΚ Ανδρέας Ζαφειρόπουλος πραγματοποιεί μεγάλη επιτυχία φέρνοντας τον Γκμοχ στην “Ένωση”. Η ΑΕΚ του Γιάτσεκ Γκμοχ έχει όμως μια σεζόν με πολλά σκαμπανεβάσματα, καταλαμβάνοντας τελικά την 3η θέση στο πρωτάθλημα (πίσω από Παναθηναικό και ΟΦΗ και σε ισοβαθμία με τον Ηρακλή) και κερδίζοντας της έξοδο στο ΟΥΕΦΑ σε επεισοδιακό μπαράζ απέναντι στον “γηραιό” (η ομάδα της Θεσσαλονίκης διαμαρτυρόμενη για δικαστικές αποφάσεις διακωμώδησε τον αγώνα μπαράζ στον Βόλο και τον έχασε στα χαρτιά, αφου έμεινε με 6 παίκτες κατά την διάρκεια του αγώνα). Στο κύπελλο η ΑΕΚ του Γκμοχ αποκλείστηκε σε διπλό αγώνα στα ημιτελικά από τον ΠΑΟ (ισοπαλία 2-2 και ήττα με 2-1), αλλά στο δεύτερο ματς ήταν και άτυχη έχοντας πάρα πολλές απουσίες. Στην Ευρώπη (και στον πρώτο γύρο του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ) η ΑΕΚ είχε μια ιστορική νίκη απέναντι στην μεγάλη Ρεάλ Μαδρίτης (1-0 με γκολ του Παύλου Παπαιώαννου στο ΟΑΚΑ), αλλά υπέστη συντριβή με 5-0 στην ρεβάνς στο Μπερναμπέου. Τελικά ο Γιάτσεκ Γκμοχ φεύγει από την ΑΕΚ το καλοκαίρι του 1986 έχοντας πραγματοποιήσει μαζί της μια μέτρια σεζόν.
Για την περίοδο 1987/1988 έχει μια από τις μεγαλύτερες σεζόν της προπονητικής του καριέρας (κατά πολλούς την μεγαλύτερη), κατακτώντας το πρωτάθλημα με την Λάρισα. Είναι η μοναδική μέχρι σήμερα κατάκτηση πρωταθλήματος από ομάδα που βρίσκεται εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στην συνέχεια κάθεται στον πάγκο του Ολυμπιακού (έτσι διετέλεσε προπονητής και στις 3 ομάδες του πρώην ΠΟΚ, αποτελώντας μαζί με τον αυστριακό Σενέκοβιτς τους μοναδικούς προπονητές που έκαναν κάτι τέτοιο στην καριέρα τους), πηγαίνει στην Κύπρο για τον ΑΠΟΕΛ (1991/1993) κατακτώντας 1 πρωτάθλημα και μετά εργάζεται ξανά στην Ελλάδα κατά σειρά σε Αθηναικό (1994/1995), Εθνικό Πειραιώς (1995/1996), Ιωνικό (1997/1998), Καλαμάτα (1998/1999), Πανιώνιο (1999/2000) και ξανά Ιωνικό (2002/2003), σταματώντας την προπονητική το 2003. Επέστρεψε για λίγο στους πάγκους ως υπηρεσιακός προπονητής του Παναθηναικού, για την περίοδο 2010/2011 (αντικατέστησε τον Νίκο Νιόπλια).
Πλέον εμφανίζεται συχνά ως τηλεσχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων στην ελληνική τηλεόραση. Ο “σαγόνιας” (όπως είναι το παρατσούκλι του στην Ελλάδα) έχει εκδόσει και βιβλίο το 1985 με την μέχρι τότε αυτοβιογραφία του, θεωρείται ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα λόγω και της ευχάριστης προσωπικότητάς του, ενώ ο χαρακτηριστικός και ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο μιλάει την ελληνική γλώσσα τον έχουν κάνει γνωστό σκόμα και σε ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο.