Μπίλλυ Μπίνγκαμ
Μπίλλυ Μπίνγκαμ (William Laurence “Billy” Bingham) – (Φεβρουάριος-Μάιος 1973)
Γεννημένος στο Μπέλφαστ στις 5 Αυγούστου του 1931, ο Ιρλανδός Μπίλλυ Μπίνγκαμ, είναι ακόμη μια πολύ σημαντική προσωπικότητα που κάθισε στον πάγκο της ΑΕΚ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: ξεκίνησε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής από την Γκλεντόραν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και πολύ σύντομα διακρίθηκε αγωνιζόμενος ως έξω δεξιά, με αποτέλεσμα να μετεγγραφεί στην αγγλική Σάντερλαντ. Με τους Black Cats έκανε μια πολύ σημαντική καριέρα για οκτώμιση σεζόν (πάνω από 200 συμμετοχές και 45 γκολ) πριν αποχωρήσει για τη Λούτον σε ηλικία 27 ετών το 1958. Στο Bedfordshire έμεινε 2μισι σεζόν όταν ήρθε η κλήση της Έβερτον το 1961. Με τους Toffees συμπλήρωσε 86 συμμετοχές (προσθέτωντας και 23 γκολ) και πρόλαβε να δεθεί μαζί τους, προτού αποχωρήσει το 1963 για να κλείσει την καριέρα του στην Πορτ Βέηλ δύο χρόνια αργότερα. Ήδη από τον καιρό της Σάντερλαντ υπήρξε βασικό και αναντικατάστατο μέλος της Εθνικής Ιρλανδίας με την οποία έφτασε στην τεράστια επιτυχία των “8” στο Μουντιάλ του 1958 στη Σουηδία. Με το εθνόσημο αγωνίστηκε αδιαλείπτως για 12 χρόνια, συμπληρώνοντας 56 συμμετοχές και σκοράροντας 10 τέρματα, μπαίνοντας δικαιωματικά στο πάνθεον της Εθνικής του ομάδας.
Σχεδόν αμέσως με την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, αναλαμβάνει τη Σάουθπορτ σε ηλικία 34 ετών την οποία προβιβάζει στην 4η κατηγορία και το 1967 του εμπιστεύονται παμψηφεί την τεχνική ηγεσία της Εθνικής ομάδας της Βορείου Ιρλανδίας. Διατηρώντας πάντοτε τη θέση του εκλέκτορα της Εθνικής, θα εργαστεί σε Πλύμουθ (1968/70) και Λίνφιλντ (1971), όταν θα καταφθάσει από την Ελλάδα η πρόταση του Γιώργου Δέδε προκειμένου να αναλάβει την Εθνική Ελλάδος. Ο Μπίγκαμ το σκέφτεται και τελικά δέχεται να έρθει στη Μεσόγειο για να βοηθήσει το διαρκώς αναπτυσσόμενο τότε ελληνικό ποδόσφαιρο που έκανε αίσθηση στην Ευρώπη με τις επιτυχίες του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ. Στο μεταξύ, στη Νέα Φιλαδέλφεια η εποχή Στάνκοβιτς δείχνει να οδεύει ολοταχώς προς το τέλος της, οι ποδοσφαιριστές δεν αντέχουν πλέον τον δύστροπο Γιουγκοσλάβο και μετά πόνου καρδίας μετά τον εξευτελιστικό αποκλεισμό από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς στο Κύπελλο, η ΑΕΚ μένει “ακέφαλη” χωρίς προπονητή.
Μεσολαβεί ένα διάστημα με την ΑΕΚ να αναζητεί λύσεις όπως του Κόβατς και του Νικουλέσκου, την ομάδα κοουτσάρει ο προπονητής της β’ ομάδας Κώστας Χατζημιχαήλ στις Σέρρες και ο Θεοδωρακόπουλος που στο μεταξύ έχει αντικαταστήσει τον Χατζηχαραλάμπους στην Προεδρία της Ένωσης κάνει το colpo grosso: φέρνει τον Μπίνγκαμ στην ΑΕΚ! Σημαντικό ρόλο στην πρόσληψη του Βρεττανού κόουτς παίζει και ο Γιώργος Τσιτσιλιάνης, αρχηγός τότε του τμήματος και ο Μπίνγκαμ παρουσιάζεται στους ποδοσφαιριστές το Φλεβάρη του 1973 σε μια πολύ δύσκολη καμπή για την Ένωση που ταλανιζόταν από διοικητικά και αγωνιστικά προβλήματα. Παραλαμβάνει μια ΑΕΚ πολύ μακριά από την κορυφή, στην 7η θέση, αλλά δεν καταφέρνει να τη συνεφέρει. Παρά το νικηφόρο ντεμπούτο με την Καλαμάτα στη Νέα Φιλαδέλφεια, η ΑΕΚ του Μπίνγκαμ θα κάνει ακόμη 7 ήττες και μάλιστα οι τρεις πολύ οδυνηρές αφού θα έλθουν στα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό (2-0 στο Καραϊσκάκης), με τον ΠΑΟΚ (0-2 στη Νέα Φιλαδέλφεια) και τον Παναθηναϊκό (0-2 πάλι στη Νέα Φιλαδέλφεια). Το κακό ρεκόρ του Μπίνγκαμ θα κλείσει στις μόλις 5 νίκες, 2 ισοπαλίες και 7 ήττες. Μετά από αυτές τις επιδόσεις ήταν αδύνατον να παραμείνει στην (εκτός Ευρώπης) ΑΕΚ και απολύεται μια στροφή πριν το τέλος του Πρωταθλήματος από την ΑΕΚ μετά από 5 σερί αρνητικά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα με την αποπομπή του από την Ένωση, απομακρύνεται και από την Εθνική Ελλάδος. Το όνομα του Μπίνγκαμ όμως είναι πολύ μεγάλο και αμέσως τέλη Μαΐου του 1973 επιστρέφει στη Μεγάλη Βρετανία και αναλαμβάνει την Έβερτον που μόλις είχε απολύσει το Χάρυ Κάτερικ. Παραλίγο να βγάλει τους Toffees στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, κάνει πολύ καλές χρονιές μαζί τους, μέχρι το black out του 1976, όταν για 8 σερί αγώνες αδυνατεί να οδηγήσει τη φιλόδοξη Έβερτον έστω σε ένα νικηφόρο αποτέλεσμα. Δεν περνούν 4 μήνες και η μοίρα ξαναφέρνει τον Μπίνγκαμ αντικαταστάτη του Στάνκοβιτς, αυτή τη φορά στον ΠΑΟΚ. Ξεκινάει με το Δικέφαλο του βορρά και τη σεζόν 1977/78, αλλά υπό τις οδηγίες του η ομάδα της Θεσσαλονίκης δεν πείθει, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί από το Λάκη Πετρόπουλο πολύ νωρίς, τον Οκτώβριο του 1978.
Αυτή είναι η τελευταία “επαφή” του Μπίνγκαμ με ελληνικό πάγκο. Το Φεβρουάριο του 1978 αναλαμβάνει τον τελευταίο όπως αποδείχθηκε σύλλογο της καριέρας του, τη Μάνφιλντ, προτού τον καλέσει και πάλι η Εθνική ομάδα της πατρίδας του. Η δεύτερη θητεία του στον πάγκο της Βορείου Ιρλανδίας, είναι και η σημαντικότερη δουλειά της καριέρας του ως προπονητής. Αναλαμβάνει το Μάρτιο του 1980 και θα παραμείνει στον πάγκο της μέχρι το 1993 σε μια δεκατριάχρονη θητεία γεμάτη επιτυχίες. Κάνει καταπληκτικά πράγματα, κερδίζει εκτός έδρας για δεύτερη φορά στην ιστορία του ποδοσφαίρου της χώρας, οδηγεί την Εθνική στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 αποκλείοντας αδιανόητες ομάδες για τους Ιρλανδούς όπως η Πορτογαλία και η Σουηδία και πραγματοποιεί το ακατόρθωτο κερδίζοντας τους οικοδεσπότες Ισπανούς στο Μεστάγια με 1-0 και ολοκληρώνοντας τον όμιλο αήττητος. Περνά και το εμπόδιο της Αυστρίας πριν τον αποκλείσει η μεγάλη Γαλλία του Πλατινί στα προημιτελικά. Είναι ήδη λαϊκός ήρωας στη Βρετανία, αφού με ελάχιστους επαγγελματίες έκανε απίθανες εμφανίσεις στην Ισπανία στηριζόμενος ουσιαστικά μόνο στον έμπειρο τερματοφύλακα Πατ Τζένινκς, τον αμούστακο Νόρμαν Γουάιτσαϊντ και τον αρχηγό και “σκληρό” Μάρτιν Ο’Νηλ.
Επαναλαμβάνει “μέρος” του θαύματος και για τη διοργάνωση του 1986 στο Μεξικό, χωρίς ωστόσο τα ίδια εντυπωσιακά αποτελέσματα στα γήπεδα του Μεξικού και εξακολουθεί παρά τη “λειψανδρία” να οδηγεί το Έιρε σε αξιοπρεπέστατες εμφανίσεις και παρουσίες, πριν την παραίτησή του το Νοέμβριο του 1993. Ακολούθως αναλαμβάνει τεχνικός διευθυντής της Μπλάκπουλ και από το 2008 έως το 2014 εκτελούσε χρέη scout στην Ιρλανδία όπου και αποσύρθηκε για λογαριασμό της Μπάρνλεϊ. Έχει τιμηθεί με το μετάλλιο του Most Excellent Order of the British Empire το 1981 για την προσφορά του στο ποδόσφαιρο, ανήκει στο club των ολίγων που έχουν τιμηθεί με το Merit Award της Professional Footballers’ Association το 1994, ενώ το 2004 τιμήθηκε και από τη ΦΙΦΑ με το Centennial Order of Merit για τον εορτασμό των 100 ετών ύπαρξης και λειτουργίας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας.
Παρ’ όλο που το 2006 διαγνώστηκε με άνοια, συνέχισε να ασχολείται στο μέτρο του δυνατού με τα ποδοσφαιρικά δρώμενα στη Βρεττανία.
Έφυγε ήσυχα από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών στις 10.30 μμ στις 9 Ιουνίου 2022 σε κλινική του Σάουθπορτ.