Βίτορε “Ρίνο” Μαρτίνι
Βίτορε “Ρίνο” Μαρτίνι (Vittore “Rino” Martini) – (1957/58)
Ο γεννημένος την 22 Απριλίου 1912 στο Mazzo Milanese Ιταλός ξεκίνησε την καριέρα του από την Ternana, αγωνιζόμενος στη θέση του τερματοφύλακα. Από το 1932 έως το 1947 αγωνίστηκε με τη φανέλα ακόμη 7 ομάδων: μετά την Ternana μεταγράφηκε στην Juventus του Trapani, συνέχισε την περιήγησή του στον ιταλικό νότο και την Catanzarese, για να πάρει τελικά την πολυπόθητη μεταγραφή στην ομάδα της πόλης του τη Milan, που είναι και η κορυφαία στιγμή στην καριέρα του. Στη Μίλαν αγωνίστηκε για τρεις σεζόν ως αναπληρωματικός τερματοφύλακας, προτού επιστρέψει στην ομάδα που τον εμπιστεύτηκε για πρώτη φορά, την Ternana. Ακολούθησαν η Savona, η Liguria και το Legnano, πριν ολοκληρώσει την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής στη Σικελία με τη φανέλα της Marsala.
Ως ποδοσφαιριστής, ο Martini διακρινόταν για τη δύναμή του με χαρακτηριστικό στην καριέρα του ότι σκόραρε με απ’ ευθείας βολέ. Ακόμη και σήμερα κατέχει το ρεκόρ γκολ.. τερματοφύλακα για τη Serie B, αφού ως ποδοσφαιριστής της Savona σκόραρε δύο φορές (!) απέναντι στη Siena, την πρώτη με πέναλτυ και τη δεύτερη με το αγαπημένο του απ’ ευθείας βολέ. Συνολικά είχε 18 παρουσίες ως βασικός στη Serie A, σε δύσκολες εποχές για την Ιταλία και το ποδόσφαιρο, αφού μαινόταν ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος και τα πρωταθλήματα ασφαλώς περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Μοναδικός τίτλος στην καριέρα του, το πρωτάθλημα που κατέκτησε με την Catanzarese στη Serie C1 το 1936.
Ο “Rino” (από το “Βιτορίνο”) Martini, σε ηλικία 35 ετών ολοκληρώνει την καριέρα του ως ποδοσφαιρστής και ξεκινά μια νέα, αυτήν του προπονητή από την Sorrento το 1947. Ενάμιση χρόνο αργότερα βρέθηκε να αντικαθιστά τον Alejandro Scopelli στη Belenenses στη Λισσαβόνα, αποδεικνύοντας ότι το ανήσυχο πνεύμα του δεν τον εμποδίζει να ξενιτευτεί (άλλωστε μόλις σε ηλικία 20 ετών, άφησε το Μιλάνο για το Τέρνι). Εκεί ουσιαστικά ξεκινά την προπονητική του καριέρα δίνοντας -ως γνήσιο τέκνο της ιταλικής σχολής- ιδιαίτερη έμφαση στην άμυνα (κάτι που θα πράξει και αργότερα στην ΑΕΚ) χάνοντας το πρωτάθλημα Λισσαβόνας και τερματίζοντας τρίτος στην Taça de Portugal, διοργάνωση της εποχής.
Επόμενος σταθμός στην καριέρα του πάλι μια πορτογαλική ομάδα, η Vitória Setúbal, με την οποία τερματίζει τρίτος στην Taça Ribeiro dos Reis και κάπου εκεί έρχεται η κλήση από την Ελλάδα. Σχεδόν ταυτόχρονα με ΑΕΚ, η ελληνική Ομοσπονδία αναγνωρίζοντας την ικανότητά του να “μαζεύει” την άμυνα, του εμπιστεύεται την Εθνική ομάδα, στην οποία όμως δεν κατορθώνει να έχει ανάλογα αποτελέσματα. Η βαριά ήττα της Εθνικής με 7-1 την 1η Οκτωβρίου 1958 για τα προκριματικά του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1960 στο Παρίσι από τη διοργανώτρια Γαλλία, στοιχίζει επί της ουσίας τον πάγκο στον Ιταλό. Οι Γάλλοι του Κοπά, του Φοντέν και του Σισόφσκι κάνουν ότι θέλουν τη “φημισμένη” ιταλική άμυνα της Εθνικής και 9 μέρες αργότερα υπό το βάρος της κατακραυγής, ο Μαρτίνι απολύεται. Κλείνει την παρουσία του στην Εθνική ομάδα με 2 νίκες και μία ισοπαλία σε 7 αγώνες και 8-17 τέρματα.
Ο Πατριάρχης της ΑΕΚ, Νίκος Γκούμας, είναι αποφασισμένος να ξαναδώσει στην ομάδα την αγωνιστική ταυτότητα που της επέτρεπε να πρωταγωνιστεί και μετά την άκρως αποτυχημένη σεζόν του του 1956/57 όπου η ΑΕΚ δεν προκρίθηκε καν από το πρωτάθλημα της ΕΠΣ Αθηνών στην τελική φάση του Πανελλήνιου Πρωταθλήματος, καλεί τον Ιταλό κόουτς που είναι πλέον φημισμένος εκτός από το καλό του αμυντικό παιγνίδι και για την πειθαρχία του, ενώ εκτός των άλλων πρόκειται για έναν αυθεντικό “πολίτη του κόσμου” πολύ μπροστά από την εποχή του και ιδιαιτέρως ευγενή και elegant άνθρωπο (Μιλανέζος γαρ).
Ο Μαρτίνι πράγματι χαλυβδώνει την ΑΕΚ στα μετόπισθεν, η ομάδα τερματίζει δεύτερη έναν βαθμό πίσω από τον Απόλλωνα Αθηνών στο Πρωτάθλημα ΕΠΣΑ δεχόμενη μόνο 14 γκολ και έχοντας την καλύτερη άμυνα του ομίλου. Στην ΑΕΚ στοιχίζει η ήττα από το “φονέα των γιγάντων” Φωστήρα με 1-0 και το ισόπαλο αποτέλεσμα με τους ουραγούς του Αιγάλεω. Δίνει όμως χαρά στους φίλους της με τη νίκη στο αθηναϊκό ντέρμπι κόντρα στον Παναθηναϊκό και κερδίζει και δις τον “πρωταθλητή” Απόλλωνα με 4-0 στη Νέα Φιλαδέλφεια και 1-2 εκτός έδρας. Στο πανελλήνιο πρωτάθλημα που διεξάγεται κατόπιν, η ΑΕΚ πληρώνει τις πολλές ισοπαλίες και εν τέλει τερματίζει και πάλι δεύτερη πίσω από τον πρώτο Ολυμπιακό. Βελτιώνει τις επιθετικές επιδόσεις της (δεσπόζουν το 5-1 επί της Προοδευτικής και το 6-2 επί του κραταιού Εθνικού) κοστίζει όμως η εντός έδρας ήττα από τον Ολυμπιακό και κλείνει τη σεζόν στη δεύτερη θέση.
Η αρχή της δεκαετίας του ’60 τον βρίσκει περιπλανώμενο και για τρεισήμυσι σεζόν άνεργο, μέχρι να τον καλέσει στα ιταλο-ελβετικά σύνορα η Ελβετική Chiasso της δεύτερης κατηγορίας για να αντικαταστήσει το τεχνικό δίδυμο των Carlo Rigotti και Tullio Grass. Είναι η τελευταία επαγγελματική του ενασχόληση με το ποδόσφαιρο, προτού αποσυρθεί και ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις του στη Λομβαρδία. Απεβίωσε πλήρης ημερών το 1993, λίγες ημέρες πριν συμπληρώσει τα 81 του χρόνια.