Κάρλος Γκαμάρα
Κάρλος Γκαμάρα (Carlos Alberto Gamarra Pavon) – (2001/2002)
Ο “Σερίφης”, παρότι αγωνίστηκε μόλις για μια σεζόν στην Ελλάδα και την ΑΕΚ, θεωρείται ένας από τους ποιοτικότερους κεντρικούς αμυντικούς που έπαιξαν ποτέ στα ελληνικά γήπεδα.
Ο γεννημένος στο Ypacaraí στις 17 Δεκεμβρίου 1971 Παραγουανός στόπερ έπαιξε αρχικά το 1991 στην χώρα του με τα χρώματα της Σέρο Πορτένιο, στην συνέχεια πήγε στην Αργεντινή για την Ιντεπεντιέντε, επέστρεψε στην Σέρο Πορτένιο και στην συνέχεια ξαναέφυγε εκτός συνόρων για την βραζιλιάνικη Ιντερνασιονάλ. Το 1997 περνάει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για την Μπενφίκα, ενώ το 1997 και το 1998 ανακηρύσσεται “Παραγουανός ποδοσφαιριστής της χρονιάς”. Ταυτόχρονα με την εθνική Παραγουάης φτάνει στους 16 του μουντιάλ της Γαλλίας. Για την περίοδο 1998/1999 παίζει πάλι στην Βραζιλία για την Κορίνθιανς, κατακτώντας μάλιστα το πρωτάθλημα. Στην συνέχεια μετακομίζει για μια σεζόν (1999/2000) στην Ισπανία για την Ατλέτικο Μαδρίτης, αλλά παρά την καλή του απόδοση η ομάδα του υποβιβάζεται. Επιστρέφει (2000/2001) στην Βραζιλία για την Φλαμένγκο και το καλοκαίρι του 2001 έρχεται η ώρα να φορέσει την κιτρινόμαυρη φανέλα με τον δικέφαλο στο στήθος.
Ο Μάκης Ψωμιάδης (ισχυρός άνδρας στην ΠΑΕ το καλοκαίρι του 2001) κάνει μεγάλη μεταγραφική επιτυχία, φέρνοντας στην ομάδα (έστω και ως δανεικό) τον Παραγουανό αμυντικό. Στις 23 Ιουλίου 2001 η υποδοχή από τον κόσμο της ΑΕΚ στο αεροδρόμιο είναι αποθεωτική και όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια αυτή ήταν μια υποδοχή που πράγματι άξιζε τον κόπο. Την επομένη ο Παραγουανός άσος υπογράφει την συνεργασία του με την ΑΕΚ. Μετά από μια πολύ μικρή περίοδο προσαρμογής (λίγων μόλις αγωνιστικών) ο Παραγουανός άσσος κάνει εκπληκτικές εμφανίσεις και κυριολεκτικά “διδάσκει” το πώς πρέπει να παίζεται η θέση του στόπερ. Άριστες τοποθετήσεις, εγκεφαλικό παιχνίδι, καθαρά μαρκαρίσματα, απομάκρυνση της μπάλας σε σωστά σημεία κι εντός γηπέδου, ηγετικές ικανότητες, αποτελεσματικότητα στο ψηλό παιχνίδι και συνεισφορά και στην οργάνωση του παιχνιδιού ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του. Μετά από μια καταπληκτική σεζόν ο Γκαμάρα κέρδισε με την ΑΕΚ το κύπελλο, ενώ έχασε το πρωτάθλημα στις λεπτομέρειες (σε ισοβαθμία με τον Ολυμπιακό). Είχε με την “Ένωση” 24 ματς πρωταθλήματος, 8 ματς κυπέλλου και 8 ματς στην Ευρώπη (με 1 γκολ απέναντι στην Λίτεξ Λόβετς) και κατάφερε με την σύντομη αλλά εντυπωσιακή παρουσία του να μείνει για πάντα στις καρδιές του κόσμου της ομάδας.
Η απόδοσή του ήταν τόσο καλή που ήταν αδύνατο να παραμείνει στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 2002 μεταγράφηκε από την Φλαμένγκο στην ιταλική Ίντερ με τα χρώματα της οποίας παίρνει την 2η θέση στο “καμπιονάτο” και φτάνει στα ημιτελικά του Champions League το 2003, κατά την περίοδο 2003/2004 κάνει την καλύτερή του σεζόν στην ιταλική ομάδα (30 συμμετοχές και 3 γκολ), ενώ το 2005 κατακτά το κύπελλο Ιταλίας. Το 2005 επιστρέφει στην Βραζιλία για την Παλμέιρας και μετά από 1,5 χρόνο γυρίζει στην Παραγουάη για την Ολύμπια Ασουνσιόν, όπου κλείνει την καριέρα του το 2007.
Με την εθνική Παραγουάης είναι ρέκορντμαν συμμετοχών με 110 αγώνες (πέτυχε και 12 γκολ), διετέλεσε επί χρόνια αρχηγός της, αγωνίστηκε στα μουντιάλ του 1998 (στην Γαλλία), του 2002 (στη Ν.Κορέα και την Ιαπωνία) και του 2006 (στην Γερμανία), ενώ κατέκτησε και το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα.
Μετά το τέλος της τεράστιας καριέρας του, ο Κάρλος Γκαμάρα παρέμεινε στην Παραγουάη και σήμερα είναι διοικητικό στέλεχος της Ρούμπιο Νιού (ομάδας Α’ κατηγορίας).
Ο γεννημένος στο Ypacaraí στις 17 Δεκεμβρίου 1971 Παραγουανός στόπερ έπαιξε αρχικά το 1991 στην χώρα του με τα χρώματα της Σέρο Πορτένιο, στην συνέχεια πήγε στην Αργεντινή για την Ιντεπεντιέντε, επέστρεψε στην Σέρο Πορτένιο και στην συνέχεια ξαναέφυγε εκτός συνόρων για την βραζιλιάνικη Ιντερνασιονάλ. Το 1997 περνάει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για την Μπενφίκα, ενώ το 1997 και το 1998 ανακηρύσσεται “Παραγουανός ποδοσφαιριστής της χρονιάς”. Ταυτόχρονα με την εθνική Παραγουάης φτάνει στους 16 του μουντιάλ της Γαλλίας. Για την περίοδο 1998/1999 παίζει πάλι στην Βραζιλία για την Κορίνθιανς, κατακτώντας μάλιστα το πρωτάθλημα. Στην συνέχεια μετακομίζει για μια σεζόν (1999/2000) στην Ισπανία για την Ατλέτικο Μαδρίτης, αλλά παρά την καλή του απόδοση η ομάδα του υποβιβάζεται. Επιστρέφει (2000/2001) στην Βραζιλία για την Φλαμένγκο και το καλοκαίρι του 2001 έρχεται η ώρα να φορέσει την κιτρινόμαυρη φανέλα με τον δικέφαλο στο στήθος.
Ο Μάκης Ψωμιάδης (ισχυρός άνδρας στην ΠΑΕ το καλοκαίρι του 2001) κάνει μεγάλη μεταγραφική επιτυχία, φέρνοντας στην ομάδα (έστω και ως δανεικό) τον Παραγουανό αμυντικό. Στις 23 Ιουλίου 2001 η υποδοχή από τον κόσμο της ΑΕΚ στο αεροδρόμιο είναι αποθεωτική και όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια αυτή ήταν μια υποδοχή που πράγματι άξιζε τον κόπο. Την επομένη ο Παραγουανός άσος υπογράφει την συνεργασία του με την ΑΕΚ. Μετά από μια πολύ μικρή περίοδο προσαρμογής (λίγων μόλις αγωνιστικών) ο Παραγουανός άσσος κάνει εκπληκτικές εμφανίσεις και κυριολεκτικά “διδάσκει” το πώς πρέπει να παίζεται η θέση του στόπερ. Άριστες τοποθετήσεις, εγκεφαλικό παιχνίδι, καθαρά μαρκαρίσματα, απομάκρυνση της μπάλας σε σωστά σημεία κι εντός γηπέδου, ηγετικές ικανότητες, αποτελεσματικότητα στο ψηλό παιχνίδι και συνεισφορά και στην οργάνωση του παιχνιδιού ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του. Μετά από μια καταπληκτική σεζόν ο Γκαμάρα κέρδισε με την ΑΕΚ το κύπελλο, ενώ έχασε το πρωτάθλημα στις λεπτομέρειες (σε ισοβαθμία με τον Ολυμπιακό). Είχε με την “Ένωση” 24 ματς πρωταθλήματος, 8 ματς κυπέλλου και 8 ματς στην Ευρώπη (με 1 γκολ απέναντι στην Λίτεξ Λόβετς) και κατάφερε με την σύντομη αλλά εντυπωσιακή παρουσία του να μείνει για πάντα στις καρδιές του κόσμου της ομάδας.
Η απόδοσή του ήταν τόσο καλή που ήταν αδύνατο να παραμείνει στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 2002 μεταγράφηκε από την Φλαμένγκο στην ιταλική Ίντερ με τα χρώματα της οποίας παίρνει την 2η θέση στο “καμπιονάτο” και φτάνει στα ημιτελικά του Champions League το 2003, κατά την περίοδο 2003/2004 κάνει την καλύτερή του σεζόν στην ιταλική ομάδα (30 συμμετοχές και 3 γκολ), ενώ το 2005 κατακτά το κύπελλο Ιταλίας. Το 2005 επιστρέφει στην Βραζιλία για την Παλμέιρας και μετά από 1,5 χρόνο γυρίζει στην Παραγουάη για την Ολύμπια Ασουνσιόν, όπου κλείνει την καριέρα του το 2007.
Με την εθνική Παραγουάης είναι ρέκορντμαν συμμετοχών με 110 αγώνες (πέτυχε και 12 γκολ), διετέλεσε επί χρόνια αρχηγός της, αγωνίστηκε στα μουντιάλ του 1998 (στην Γαλλία), του 2002 (στη Ν.Κορέα και την Ιαπωνία) και του 2006 (στην Γερμανία), ενώ κατέκτησε και το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 στην Αθήνα.
Μετά το τέλος της τεράστιας καριέρας του, ο Κάρλος Γκαμάρα παρέμεινε στην Παραγουάη και σήμερα είναι διοικητικό στέλεχος της Ρούμπιο Νιού (ομάδας Α’ κατηγορίας).