Παντελής Καπετάνος
Ο Πτολεμαϊδιώτης επιθετικός γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1983 κι έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα με τη φανέλα της γειτονικής Κοζάνης. Εκεί τον εντόπισε ο Έγκε Γκέραρντ που δούλευε τότε στον Ηρακλή κι έτσι το 2002 είχε την ευκαιρία να αγωνιστεί για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική και μάλιστα με τη φανέλα μιας ιστορικής ομάδας. Στον Ηρακλή πραγματοποίησε αρκετά καλές εμφανίσεις και αρχικά δημιούργησε τη φήμη ενός από τα μεγαλύτερα ταλέντα του ελληνικού ποδόσφαιρου. Κλήθηκε μάλιστα στην Εθνική Ελπίδων και το μέλλον ανοιγόταν ευοίωνο μπροστά του. Κάποιες αδυναμίες του όμως στην τελική προσπάθεια (που αποτυπώθηκαν εύστοχα σε οπαδικά συνθήματα της εποχής) τελικά τον κράτησαν πίσω και η καριέρα του φαινόταν να οδηγείται στη στασιμότητα όταν το χειμώνα της σεζόν 2005/2006 η διοίκηση της ΑΕΚ του έδωσε την ευκαιρία να δοκιμαστεί σε υψηλότερο επίπεδο, δίνοντας μάλιστα στον Ηρακλή ένα σημαντικό ποσό ως αντάλλαγμα για τη μετακίνηση του ποδοσφαιριστή στην Ένωση.Εμπλοκή και σε αυτή τη μεταγραφή είχε ο Έγκε Γκέραρντ, ο όποιος πλέον δούλευε για λογαριασμό της ΑΕΚ. Οι φίλοι της ομάδας καλοδέχτηκαν σε γενικές γραμμές τη μεταγραφή καθώς ήταν σαφής η ανάγκη ενίσχυσης της ελλιπούς τότε επιθετικής γραμμής της Ένωσης, ενώ υπήρχε εμπιστοσύνη στις ικανότητες του …Ολλανδοκρητικού ως scout ποδοσφαιριστών.
Δυστυχώς ο Καπετάνος διέψευσε τις οποίες προσδοκίες δημιουργήθηκαν με την απόκτηση του, καθώς η παρουσία του στην ΑΕΚ για τα επόμενα 2μισι χρόνια υπήρξε επιεικώς μέτρια και μάλιστα συνδυάστηκε με σταθερά πτωτική πορεία τόσο σε επίπεδο απόδοσης όσο και σε επίπεδο συμμετοχών. Παρότι ξεκίνησε ως βασικός, σταδιακά έχασε τη θέση του στην ενδεκάδα από τον ιδιαίτερα φορμαρισμένο τη σεζόν 2006/2007 Λεωνίδα Καπάνταη, ενώ τη σεζόν 2007/2008 πραγματοποίησε ελάχιστες συμμετοχές κι έφτασε σε σημείο να παίξει ματς ακόμα και με την Ομάδα Νέων της Ένωσης προκειμένου να μην μείνει εντελώς έκτος αγωνιστικού ρυθμού. Ίσως τα χρόνια προβλήματα τραυματισμών στους κοιλιακούς που αντιμετώπισε να μην του επέτρεψαν να αναδείξει το πλήρες φάσμα της αξίας του. Κάλος κεφαλοσφαιριστής αλλά ταυτόχρονα βαρύ κορμί, χωρίς ιδιαίτερη τεχνική κατάρτιση και φαντασία στο παιχνίδι του, έμεινε στην ιστορία για την αδυναμία του στο τελείωμα των φάσεων. Ακόμα προκαλεί χαμόγελα στους νοσταλγούς εκείνης της εποχής και του λάτρεις του cult ποδοσφαίρου η χαμένη του ευκαιρία σε ματς με την Κέρκυρα (στο οποίο πάντως τελικά σκόραρε χαρίζοντας μάλιστα τη νίκη στην ομάδα).
Το καλοκαίρι του 2008 έμεινε ελεύθερος να αναζητήσει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Σε αυτά τα 2μιση χρόνια παρουσίας του στην ΑΕΚ κατέγραψε συνολικά 26 συμμετοχές (4 τέρματα) σε παιχνίδια Πρωταθλήματος και 7 συμμετοχές στην Ευρώπη (UEFA Cup και Champions’ League).
Η επόμενη σεζόν τον βρήκε στη Ρουμανία και τη Στεάουα Βουκουρεστίου. Εκεί διέψευσε μεγαλοπρεπώς όσους τον θεωρούσαν τελειωμένο και πέτυχε πράγματα και θαύματα με τη φανέλα αυτής της ιστορικής ομάδας. Έπαιξε βασικός και αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ της ομάδας του, έκανε καλές εμφανίσεις στο Champions’ League και χρίστηκε διεθνής με την Εθνική Ομάδα των Ανδρών (4 συμμετοχές – 0 τέρματα). Έζησε μάλιστα το όνειρο της παρουσίας σε Παγκόσμιο Κύπελλο (Νότια Αφρική, 2010).
Τον Ιανουάριο 2011 μετά από κάποια προβλήματα με τον ιδιόρρυθμο ιδιοκτήτη της Στεάουα Τζίτζι Μπεκάλι μένει ελεύθερος. Παραμένει στη Ρουμανία και για τον επόμενο 1μιση χρόνο αγωνίζεται με τη φανέλα της Κλουζ. Το 2013 τον βρίσκει ξανά στην Στεάουα, με τη συνεργασία των 2 πλευρών να μην αποδεικνύεται επιτυχημένη αυτή τη φορά. Η σεζόν 2013/2014 τον βρίσκει μετά από χρόνια πίσω στην Ελλάδα όπου πλέον ο ποδοσφαιριστής αγωνίζεται για λογαριασμό της Ξάνθης.