Μίχελ Κρέεκ
Μίχελ Κρέεκ (Michel Kreek) – (2002/2004)
Ο Ολλανδός ποδοσφαιριστής γεννήθηκε στο Άμστερνταμ στις 16 Ιανουαρίου 1971.
Ξεκίνησε να ασχολείται με το ποδόσφαιρο αγωνιζόμενος στην άσημη ερασιτεχνική De Eland SDC στην περιοχή Nieuw-West στα δυτικά του Άμστερνταμ.
Ο Άγιαξ, ομάδα με τεράστια παράδοση στο σκάουτινγκ, την ανεύρεση και την καλλιέργεια ποδοσφαιρικών ταλέντων ανά την Υφήλιο, δεν θα μπορούσε να παραλείψει τα τεκταινόμενα στην «γειτονιά» του. Έτσι, ο νεαρός Μίχελ Κρέεκ κίνησε το ενδιαφέρον των υπευθύνων στα τμήματα υποδομής του «Αίαντα» και σύντομα εντάχθηκε στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες του συλλόγου εν μέσω μιας πλειάδας νεαρών παικτών που σύντομα θα εξελίσσονταν σε αστέρια παγκόσμιας κλάσης. Μπέργκαμπ, Βίτσχε, αδελφοί Ντε Μπουρ και άλλοι μετέπειτα πασίγνωστοι παίκτες αποτέλεσαν την «παρέα» του Κρέεκ στις μικρές ομάδες του Άγιαξ. Σε αυτές αγωνιζόταν στον χώρο του κέντρου, κυρίως ως αμυντικός μέσος, θέση στην οποία καθιερώθηκε και όταν το καλοκαίρι του 1989 μεταπήδησε στην πρώτη ομάδα.
Αγωνίστηκε με την ερυθρόλευκη φανέλα του Άγιαξ για 5 χρόνια συμπληρώνοντας 83 εμφανίσεις και σημειώνοντας 5 γκολ. Στο διάστημα αυτό κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Ολλανδίας, 1 Κύπελλο Ολλανδίας, 1 Σούπερ Καπ και 1 Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Αγωνίστηκε σαν βασικός και στα 2 ματς του «διπλού» Τελικού απέναντι στην Τορίνο πριν σηκώσει το τρόπαιο του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ στο Άμστερνταμ στις 13 Μαΐου 1992. Η συνέχεια του στον Άγιαξ δεν ήταν εξ’ ίσου ονειρική καθώς η «μηχανή παραγωγής ταλέντων» των Ολλανδών έφερνε στο ποδοσφαιρικό στερέωμα έναν παίκτη που άκουγε στο όνομα Έντγκαρ Ντάβιντς. Το «πίτμπουλ» ερχόταν ορμητικά να πάρει την θέση του στον «χάρτη» των αμυντικών μέσων και ο Κρέεκ ήταν από τα πρώτα «θύματα» του στην μάχη για την φανέλα του βασικού.
Αναζητώντας την συνέχεια της καριέρας του, το 1994 βρέθηκε στο Καμπιονάτο με την φανέλα της Πάντοβα. Ο Κρέεκ βρήκε θέση βασικού αλλά η Πάντοβα γνώρισε τον υποβιβασμό και η καριέρα του συνεχίστηκε στην Περούτζια. Η νεοφώτιστη Περούτζια δεν κατάφερε να επιβιώσει στην Serie A, υποβιβάστηκε ξανά και ο Μίχελ Κρέεκ πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα του. Το καλοκαίρι του 1997 μεταγράφεται στην Φίτεσσε. Θα μείνει στο Άρνεμ για 5 χρόνια συμπληρώνοντας 130 συμμετοχές και σκοράροντας 18 γκολ με την «κιτρινόμαυρη» φανέλα όντας και για μια διετία συμπαίκτης με τον Νίκο Μαχλά. Το πέρασμα των χρόνων είχε ως φυσική συνέπεια την μετατόπιση του Κρέεκ πιο πίσω από το κέντρο και την νευραλγική θέση του αμυντικού χαφ, στο κέντρο της άμυνας ή εναλλακτικά στο αριστερό άκρο της.
Το καλοκαίρι του 2002 η Διοίκηση Μάκη Ψωμιάδη δεν ανανεώνει τον δανεισμό του Κάρλος Γκαμάρα. Ο «Σερίφης» φεύγει από την ΑΕΚ έχοντας αφήσει πίσω του ένα βαθύ «αποτύπωμα» στην θέση του κεντρικού αμυντικού. Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς που έχει μόλις επανακάμψει στον Κιτρινόμαυρο πάγκο αναζητά την αναπλήρωση του Παραγουανού κάπου μεταξύ του Μαουρίσιο Ράϊτ και του Μίχελ Κρέεκ που εν ανάγκη μπορεί να προσφέρει και ως αμυντικός μέσος.
Οι όποιοι ενδοιασμοί θα μπορούσαν να γεννηθούν από την πιθανότητα συνεργασίας με μια Διοίκηση υπό τον Μάκη Ψωμιάδη κάμπτονται αφ’ ενός από την παλιά «γνωριμία» του Κρέεκ με την ΑΕΚ και αφ’ ετέρου από την λαμπρότητα μιας πιθανής συμμετοχής στους Ομίλους του Champions League. Μίχελ Κρέεκ και «Ένωση» έχουν ξανασυναντηθεί στο παρελθόν τόσο στα ματς απέναντι στον Άγιαξ για τους Ομίλους του Champions League το 1994 όσο και στα δύο ματς με την Φίτεσσε για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ του 1998. Και βέβαια η συμμετοχή στην κορυφαία «γιορτή» του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου που οριστικοποιήθηκε για την ΑΕΚ της σεζόν 2002-03 μετά την καλοκαιρινή πρόκριση επί του ΑΠΟΕΛ.
Στο κέντρο της Κιτρινόμαυρης άμυνας το δίδυμο Καψή – Ράϊτ θα «δέσει» καλύτερα κι έτσι στην πρώτη του σεζόν στην «Ένωση» ο Κρέεκ θα καταγράψει μόλις 11 συμμετοχές στο Πρωτάθλημα, 6 στο Κύπελλο Ελλάδας και 3 στα Ευρωπαϊκά ματς χωρίς όμως να αγωνιστεί σε ματς των Ομίλων του Champions League. Η επόμενη σεζόν 2003-04 θα είναι ελαφρώς πιο παραγωγική για τον Ολλανδό αφού εκμεταλλευόμενος και την ικανότητα του να καλύπτει το αριστερό άκρο της άμυνας και θέσεις στο κέντρο, θα καταγράψει 18 συμμετοχές στο Πρωτάθλημα, 7 στο Κύπελλο Ελλάδας και 3 στα ματς του Ομίλου στο Champions League.
Μετά από δύο χρόνια στην ομάδα με σύνολο 29 συμμετοχών στο Πρωτάθλημα, 13 στο Κύπελλο και 6 σε Ευρωπαϊκά ματς, το καλοκαίρι του 2004 ο Μίχελ Κρέεκ θα πάρει τον δρόμο της επιστροφής για την Ολλανδία και την Βίλεμ ΙΙ. Εκεί θα αγωνιστεί για περίπου 1,5 χρόνο ακόμη και στην αρχή του 2006 θα κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια σε ηλικία 35 ετών.
Χρίστηκε διεθνής με τους «Οράνιε» 1 φορά στις 22 Φεβρουαρίου 1995 στην φιλική ήττα της Ολλανδίας από την Πορτογαλία με 0-1.
Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την προπονητική ξεκινώντας από τις ακαδημίες του Άγιαξ και τα τμήματα Κ-11, Κ-13 και Κ-15 διαδοχικά. Παράλληλα έκανε ένα Μaster με τίτλο «International Sports Management» και πήρε το δίπλωμα UEFA A και μαζί την προαγωγή σε Τεχνικό Διευθυντή των ακαδημιών του Άγιαξ. Έμεινε στην θέση μέχρι τον Απρίλιο του 2013 και στη συνέχεια μετακινήθηκε στην Αλμέρε, ομάδα – «δορυφόρο» του Άγιαξ ως επικεφαλής του συστήματος ακαδημιών και προπονητής της ομάδας Κ-19. Από το 2015 ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός προπονητή αρχικά στην Κ-19 της Εθνικής Ολλανδίας, το 2016 στην Ίντερ δίπλα στον Φρανκ Ντε Μπουρ και την διετία 2017-19 στις Εθνικές Γυναικών της Ολλανδίας. Το 2019 επέστρεψε εκεί από όπου ξεκίνησε, στην «οικογένεια» του Άγιαξ, αναλαμβάνοντας διαδοχικά διάφορα πόστα όπως Συντονιστής των ακαδημιών και βοηθός προπονητή στην Κ-20. Από το καλοκαίρι του 2023 έχει την αρμοδιότητα παρακολούθησης των δανεικών παικτών του «Αίαντα» και της καταγραφής της εξέλιξης τους.
Αμυντικός με υψηλή τεχνική, χαρακτηριστικό «προϊόν» των ακαδημιών του Άγιαξ, εργατικότητα και ανεπτυγμένη ομαδική νοοτροπία. Στα αποδυτήρια της ΑΕΚ εκτιμήθηκε για την συναδελφικότητα του, την συνέπεια και το ευγενικό του χιούμορ.
Δυστυχώς, τόσο για εκείνον όσο και για την ΑΕΚ, οι δρόμοι τους συναντήθηκαν σε μια δύσκολη και περίεργη εποχή για τον Σύλλογο με διοικητική αστάθεια και εναλλαγές, οικονομική ασυνέπεια και προβληματικές σχέσεις ομάδας – οπαδών (λόγω Μπάγεβιτς), ενώ οι «γνωστές» και «παγιωμένες» τότε καταστάσεις στο Ελληνικό ποδόσφαιρο δεν επέτρεψαν στην ομάδα να διεκδικήσει και να κατακτήσει -ίσως- όσα εδικαιούτο. Επιπρόσθετα, έγινε και εκείνος μάρτυρας μιας από τις πλέον θλιβερές σελίδες της Κιτρινόμαυρης Ιστορίας καθώς βίωσε την κατεδάφιση του «Νίκος Γκούμας» και την γηπεδική «προσφυγιά» και περιπλάνηση που γνώρισε στη συνέχεια η «Ένωση».