Μίμης Παπαϊωάννου
Μίμης Παπαϊωάννου – (1962/1979)
Ο Μίμης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1942 στη Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας. Ο πατέρας του Κώστας ήταν έφορος στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα Νέα Γενεά και έτσι ο μικρός Μίμης ήρθε από νωρίς σε επαφή με τα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Το ποδοσφαιρικό του ταλέντο δεν άργησε να φανεί και η αγάπη του για την ποδοσφαιρική μπάλα ήταν αναμφίβολη. Η λατρεία για το ποδόσφαιρο και η οικονομική στενότητα της οικογένειας του τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς και να μοιράσει τον χρόνο του ανάμεσα στο γήπεδο και στο κουρείο του χωριού όπου εργαζόταν ως βοηθός.
Σε ηλικία 15 ετών υπέγραψε δελτίο στην Νέα Γενεά και συμμετείχε στους αγώνες της ομάδας ως μέλος της επιθετικής γραμμής. Το όνομα και οι ικανότητες του έγιναν γρήγορα γνωστά στην πρωτεύουσα του νομού Βέροια και στους παράγοντες της ομώνυμης ομάδας με αποτέλεσμα να μεταγραφεί σε αυτήν με υποσχετική το 1959 σε ηλικία 17 ετών. Οι εμφανίσεις του στην “Βασίλισσα του Βορρά” κίνησαν το ενδιαφέρον των μεγάλων ομάδων της Θεσσαλονίκης αλλά και του τότε τεχνικού ηγέτη της ΑΕΚ Τρύφωνα Τζανετή.
Οι προσφορές των ομάδων της Θεσσαλονίκης δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της ομάδας του και μάλιστα η μεταγραφή του στον ΠΑΟΚ χαλάει για μια διαφορά 20 χιλιάδων δραχμών.
Το 1961 ο Τζανετής εισηγείται και πείθει τον Νίκο Γκούμα να προσφέρει για την απόκτηση του 19χρονου Παπαϊωάννου 175.000 δραχμές στην ομάδα του και 25.000 δραχμές στον ίδιο. Ο νεαρός επιθετικός με την προσφυγική καταγωγή αμφιταλαντεύεται καθώς από τη μια πλευρά υπάρχει η φίλαθλη συμπάθεια του προς τον βορειοελλαδίτη ΠΑΟΚ και η γειτονική μετακίνηση στην Θεσσαλονίκη ενώ από την άλλη υπάρχουν το μεγαλύτερο όνομα της ΑΕΚ και τα περισσότερα χρήματα που αποτελούν κάτι παραπάνω από άμεση ανάγκη για την οικογένεια του, με προαπαιτούμενο βέβαια τον σχεδόν ξενιτεμό στην μακρινή Αθήνα. Θα ζητήσει την συμβουλή του προέδρου της ομάδας του Κώστα Βοργιατζίδη και θα εισπράξει την απάντηση “Αν είναι να πνιγείς, κάντο σε μεγάλο ποτάμι”.
Έτσι το καλοκαίρι του 1962 ο 20χρονος Μίμης Παπαϊωάννου ντύνεται με την κιτρινόμαυρη φανέλλα ξεκινώντας μια αναπόσπαστη πορεία 18 χρόνων που θα τον υψώσει σε έναν -ίσως και τον ψηλότερο- από τους ιστούς των σημαιών της ΑΕΚ. Για την “Ένωση” ο “βλάχος” -όπως είναι το παρατσούκλι που του δίνουν- είναι το τελευταίο κομμάτι του πάζλ που προσπαθεί εδώ και χρόνια να ταιριάξει ο Κώστας Νεστορίδης και να την οδηγήσει στον τίτλο της Πρωταθλήτριας. Με τον “Νέστορα” δημιουργούν ένα απίθανο επιθετικό δίδυμο, πλημμυρισμένο από τεχνική, πάθος, δύναμη και πλουραλισμό στην εκτέλεση που αποδεικνύεται φονικό για τις αντίπαλες άμυνες. Στο τέλος της περιόδου 1962-63 η ΑΕΚ ισοβαθμεί στην πρώτη θέση με τον ΠΑΟ και η κατάκτηση του τίτλου κρίνεται σε αγώνα μπαράζ. Ο Παπαϊωάννου σκοράρει δύο γκολ, ο Νεστορίδης ένα με απευθείας εκτέλεση κόρνερ και η ισοπαλία 3-3 σύμφωνα με τον τότε κανονισμό δίνει τον τίτλο στην ομάδα με τον καλύτερο συντελεστή τερμάτων στην κανονική περίοδο. Τα 39 γκολ που έχουν πετύχει οι δυό τους και η συνολική διαφορά τερμάτων 66-21 οδηγούν την ΑΕΚ στην στέψη της Πρωταθλήτριας μετά από 23 χρόνια.
Όπως έχει διηγηθεί ο ίδιος ο Μίμης Παπαϊωάννου μετά το τέλος εκείνου του μπαράζ και βλέποντας όλα τα μέλη της ομάδας στα αποδυτήρια να κλαίνε για την επιτυχία αυτή, μπολιάστηκε ως νεοφερμένος με τα κιτρινόμαυρα ιδεώδη, έκλαψε κι αυτός και “έγινε ΑΕΚτζής”.
Η συνέχεια για την ΑΕΚ και τον Παπαϊωάννου είναι σχεδόν μαγική. Ο Μίμης δείχνει ότι θα είναι αυτός που θα παραλάβει την ηγετική σκυτάλη από τον Νεστορίδη για να οδηγήσει την ΑΕΚ όσο ψηλότερα μπορούσε. Οι εμφανίσεις του και τα επιτεύγματα του βάζουν γρήγορα τον βραχύσωμο επιθετικό στην καρδιά του κιτρινόμαυρου λαού. Οι φίλαθλοι τον λατρεύουν και εκείνος τους ανταμοίβει με πάθος για την φανέλλα με τον Δικέφαλο Αετό, υψηλή τεχνική και συνεχές σκοράρισμα με θεαματικά γκολ ενώ η πέραν των φυσικών νόμων ικανότητα του να “στέκεται” στον αέρα περισσότερο από οποιονδήποτε αντίπαλο αμυντικό και να κεραυνοβολεί με κεφαλιές τους γκολκίπερ του χαρίζουν απλόχερα τον θαυμασμό όλης της φίλαθλης Ελλάδας αλλά και ξένων που έτυχε να τον παρακολουθήσουν.
Ένας από τους ξένους αυτούς έμελλε να είναι και ο θρυλικός “καλπάζων συνταγματάρχης” Φέρεντς Πούσκας που ως παίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης είδε στις 12 Μαΐου 1965 τον Μίμη Παπαϊωάννου να φιλοδωρεί την Ισπανίδα “Βασίλισσα” με δύο γκολ στο φιλικό 3-3 της Νέας Φιλαδέλφειας. Ο “Πάντσο” εισηγήθηκε αμέσως στη διοίκηση της Ρεάλ την απόκτηση του Έλληνα επιθετικού. Η πρόταση της Ρεάλ στην ΑΕΚ ήταν εξωπραγματικά μυθική για τα Ελληνικά δεδομένα της εποχής. Τέσσερα εκατομμύρια δραχμές στην ΑΕΚ και 750.000 στον παίκτη πρόσφεραν οι Καστιγιάνοι για να μετακομίσει ο Παπαϊωάννου στην Μαδρίτη.
Το παραμυθένιο ποσόν και η προοπτική καριέρας στην ποδοσφαιρικά απέχουσα έτη φωτός από την Ελλάδα, Ισπανία φουντώνουν την επιθυμία του Παπαϊωάννου για μεταγραφή αλλά η επιθυμία αυτή προσκρούει σε ένα αδιαπέραστο τείχος. Στο τείχος του τρόμου των διοικούντων της ΑΕΚ στη σκέψη και μόνο των αντιδράσεων των φιλάθλων σε ενδεχόμενη πώληση του Μίμη.
Ο Παπαϊωάννου χολώνεται αφάνταστα από το ναυάγιο της μεταγραφής, προθυμοποιείται να εγκαταλείψει την ΑΕΚ υφιστάμενος την δεδομένη τιμωρία ετήσιου αποκλεισμού και μετά να παίξει ελεύθερος στην Ρεάλ αλλά συναντά την άρνηση των Ισπανών να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Ελληνική ομάδα. Ο θυμός του είναι τέτοιος που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο. Ο κοντοχωριανός του λαϊκός συνθέτης και μπουζουξής Χρήστος Νικολόπουλος τον φέρνει σε επαφή με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ο Μίμης και ο Στέλιος τρέφουν απεριόριστη αλληλοεκτίμηση και αλληλοθαυμασμό ο ένας για τις ικανότητες του άλλου, αλλά ο Καζαντζίδης διαπιστώνει ότι ο Παπαϊωάννου εκτός των ποδοσφαιρικών αρετών του διαθέτει και μια πολύ καλή φωνή τραγουδιστή και του προτείνει να τον ακολουθήσει σε συναυλίες στη Γερμανία ως παρτενέρ του μαζί με την Μαρινέλλα. Ο Μίμης δέχεται και βρίσκεται στη Γερμανία τραγουδώντας για τους εκεί Έλληνες μετανάστες. Μετά από δύο μήνες και παρά την φωνητική επάρκεια του Παπαϊωάννου, ο Καζαντζίδης διαπιστώνοντας το “έγκλημα” που συντελούνταν με τον αποχωρισμό του Μίμη από τα γήπεδα τον έπεισε να επιστρέψει στην ΑΕΚ μεσολαβώντας ο ίδιος στην διοίκηση ώστε να υπογραφεί ένα πολύ ικανοποιητικό οικονομικά συμβόλαιο. Η τραγουδιστική καριέρα του Παπαϊωάννου θα περιοριστεί στην ηχογράφηση επτά τραγουδιών των Στέλιου Καζαντζίδη και Χρήστου Νικολόπουλου αρκετά αργότερα μεταξύ 1971 και 1972. Μέσα σε αυτά δεσπόζει η ηχογράφηση στις 19 Ιουνίου 1971 του πασίγνωστου “Ύμνου της ΑΕΚ” σε μουσική Στέλιου Καζαντζίδη και στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη.
Youtube : http://www.youtube.com/watch?v=w1F1KDfjv_o&hd=1
Ο Παπαϊωάννου επιστρέφει στις δυο μεγάλες του αγάπες, την ΑΕΚ και το ποδόσφαιρο και γίνεται ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας μετά την αποχώρηση του Νεστορίδη. Ένας ηγέτης που θα αποδειχθεί ο αποτελεσματικότερος όλων καθώς θα καταφέρει να οδηγήσει την “Ένωση” σε ακόμη 4 Πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα Ελλάδας, 1 Ντάμπλ, έναν Προημιτελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών και έναν Ημιτελικό Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Τα ηγετικά του προσόντα και η ικανότητα του να εμπνέει τους συμπαίκτες του είναι αυτά που στις 27 Οκτωβρίου 1968 στο Φάληρο και απέναντι στον Ολυμπιακό, θα μετρήσουν στην απόφαση του “μαίτρ της ψυχολογίας” Μπράνκο Στάνκοβιτς να μην χρησιμοποιήσει το δικαίωμα της αλλαγής και μετά την αποβολή του Στέλιου Σεραφείδη για κτύπημα στον Σιδέρη να στείλει τον Παπαϊωάννου κάτω από τα δοκάρια για να υπερασπιστεί ως τερματοφύλακας την κιτρινόμαυρη εστία για τα 5 λεπτά που απέμεναν για τη λήξη του ματς. Ο Παπαϊωάννου, αφού πρώτα είχε φροντίσει να πετύχει στο 78′ το τρίτο γκολ για την ΑΕΚ δίνοντας της το προβάδισμα με 2-3, υπερασπίστηκε την εστία με απόλυτη επιτυχία πραγματοποιώντας μάλιστα και δύο πολύ καλές αποκρούσεις.
Η απαράμιλλη ποδοσφαιρική ευφυΐα και η υψηλή τεχνική του κατάρτιση οδήγησαν το 1976 τον άλλο μεγάλο “γκουρού” της προπονητικής Φράντισεκ Φάντρονκ να τον μεταθέσει σε ρόλο οργανωτή – κλασσικού “δεκαριού” στην μεγάλη ομάδα του Λουκά Μπάρλου και έχοντας μπροστά του παίκτες όπως ο Θωμάς Μαύρος, ο Βάλτερ Βάγκνερ, ο Χρήστος Αρδίζογλου και ο Τάσος Κωνσταντίνου, ο Παπαϊωάννου ανταποκρίθηκε άριστα σαν τροφοδότης μη αμελώντας βέβαια ποτέ και το αγαπημένο του σκοράρισμα.
Στα τελευταία χρόνια του στην ΑΕΚ ευτύχησε να είναι μέλος των ομάδων των περιόδων 1976-1980 που για πολλούς έχουν παρουσιάσει στο γήπεδο την πληρέστερη και θεαματικότερη εικόνα που είδε ποτέ το Ελληνικό φίλαθλο κοινό.
Τα αριθμητικά και στατιστικά επιτεύγματα του αφήνουν άναυδο τον αναγνώστη :
– 1ος σκόρερ όλων των εποχών στην Ιστορία της ΑΕΚ με 291 γκολ σε 566 εμφανίσεις.
– 235 γκολ σε 484 συμμετοχές στην Α’ Εθνική.
– 45 γκολ σε 50 συμμετοχές στο Κύπελο Ελλάδας.
– 11 γκολ σε 33 συμμετοχές σε Ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
– 2ος σε συμμετοχές σε επίσημα ματς με την ΑΕΚ με 566 πίσω από τον Στ. Μανωλά (590).
– 1ος σε συμμετοχές και γκολ για την ΑΕΚ στην Α’ Εθνική με 233 γκολ σε 483 συμμετοχές.
– 3ος σκόρερ όλων των εποχών στην Α’ Εθνική (233 γκολ) πίσω από Θ. Μαύρο (260) και Κρ. Βαζέχα (244).
– 1ος σκόρερ στο Πρωτάθλημα Ελλάδας το 1964 (29 γκολ) και το 1966 (24 γκολ).
– Κατέκτησε με την ΑΕΚ 5 Πρωταθλήματα, 3 Κύπελλα Ελλάδας και 1 Ντάμπλ.
– Συμμετείχε σε Προημιτελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών και σε Ημιτελικό Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου μετά την αποχώρηση του από την ΑΕΚ το 1979, εργάστηκε στις ΗΠΑ σαν παίκτης – προπονητής της ομάδας “Παγκύπριος” της Νέας Υόρκης όπου κατέκτησε ντάμπλ στο τοπικό Πρωτάθλημα και Κύπελλο. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, κάποιες προπονητικές απόπειρες σε συλλόγους όπως το Ναύπλιο, η Κέρκυρα κ.ά. δεν στέφθηκαν με επιτυχία.
Η καριέρα του στην Εθνική Ελλάδας συμπληρώθηκε με 61 συμμετοχές στις οποίες πέτυχε 21 γκολ. Ασχολήθηκε και ως προπονητής με τμήματα των Εθνικών Ομάδων ενώ διετέλεσε βοηθός του Αλκέτα Παναγούλια στην Εθνική Ανδρών στο Παγκόσμιο κύπελλο του 1994 στις ΗΠΑ.
Τον Δεκέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΝΙΚΑΣ και σε επιμέλεια Δήμητρας Αποστολιά η αυτοβιογραφία του με τίτλο “Ραντεβού στον αέρα”.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου υπήρξε για την ΑΕΚ και το Ελληνικό ποδόσφαιρο ένα σύμβολο ήθους και πίστης στην ομάδα. Στοιχεία όπως η παραμονή στην ίδια ομάδα καθ’ όλη την διάρκεια της καριέρας του και ότι σε όλη την διαδρομή του δεν αντίκρισε ποτέ την κόκκινη κάρτα ενώ παρατηρήθηκε μόλις τρείς φορές με κίτρινη αποδεικνύουν μια θαυμαστή σύνεση και ακεραιότητα χαρακτήρα. Όσοι τον γνωρίζουν από κοντά μιλούν για έναν συνετό και μετρημένο άνθρωπο που ακόμη και τα χρήματα που κέρδισε από το ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με άλλα καλοπληρωμένα ονόματα της εποχής του, φρόντισε να τα διασφαλίσει έτσι ώστε να μπορούν να του εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή ζωή.
Χαρακτηριστική του ήθους του και η στάση του απέναντι στην πρόθεση του Λουκά Μπάρλου να φέρει το 1978 στην ΑΕΚ τον μεγάλο “αντίπαλο” του Παπαϊωάννου, τον Μίμη Δομάζο από τον ΠΑΟ. Ο Παπαϊωάννου όχι μόνο ενθάρρυνε τον Μπάρλο, προκαλώντας την συγκίνηση του Μεγάλου Προέδρου, αλλά με πρωτοβουλία του δόθηκε τιμητικά στον Δομάζο και η φανέλλα με τον άριθμο “10”, “δευτέρα σάρξ” του Παπαϊωάννου επί πολλά χρόνια.
Η συνισταμένη όλων αυτών των αρετών και χαρισμάτων του, αποδόθηκε στην εντέλεια από την Διεθνή Επιτροπή Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (iffhs) τον Ιανουάριο του 1999 όταν τον ανακήρυξε Κορυφαίο Έλληνα Ποδοσφαιριστή του 20ου Αιώνα.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου έφυγε από τη ζωή στις 15 Μαρτίου 2023, σε ηλικία 81 ετών μετά από πολύχρονη μάχη με σοβαρά προβλήματα υγείας …
Video: https://www.youtube.com/watch?v=_YFu…layer_embedded,https://m.youtube.com/watch?list=PL6…&v=FwCoxXLREPY